Μητεροποίηση (και πατεροποίηση)

Γνωρίζουμε καλά ότι γονιός δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι. Η άποψη ότι ο ρόλος του γονιού, η γονική ιδιότητα, είναι ένα επάγγελμα, ή μια τέχνη, για την άσκηση της οποίας απαιτούνται γνώσεις και δεξιότητες, έχει διατυπωθεί με πολλούς τρόπους (Παππά, 2017). Πάνω σ’ αυτή την άποψη βασίζεται, εξάλλου, και ο θεσμός των Σχολών Γονέων, ο οποίος εισήχθη ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, για να εξοπλίσει τους γονείς με τα κατάλληλα εφόδια, ώστε να νιώσουν πιο επαρκείς και αποτελεσματικοί στην άσκηση του ρόλου τους.

Ο όρος μητεροποίηση μοιάζει με νεολογισμό, ωστόσο, πρόκειται για την αποδοση στα ελληνικά του όρου matrescence, που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά η ανθρωπολόγος Dana Raphael το 1973. Ο όρος υποδηλώνει τη μετάβαση μιας γυμαίκας στον γονικό ρόλο: Μια γυναίκα γίνεται μητέρα.

Ο όρος matrescence ουσιαστικά υποδηλώνει τη διαδικασία μέσα από την οποία δημιουργείται μια μητέρα και προκύπτει από τη σύνθεση των όρων motherhood (μητρότητα) και adolescence (εφηβεία), υποδηλώνει δε όλες τις αλλαγές που βιώνει μια μητέρα: νευροβιολογικές, συναισθηματικές, ορμονικές, σωματικές, κοινωνικές, ψυχολογικές. Όπως στην εφηβεία, έτσι και με την απόκτηση ενός παιδιού διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα του εγώ.

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η μητεροποίηση είναι μια μετάβαση: η γυναίκα γίνεται μητέρα. Και η μετάβαση στον μητρικό ρόλο μπορεί να συμβεί είτε με τη γέννηση ενός παιδιού είτε με την απόκτησή του μέσω υιοθεσίας (Παππά, 2006). Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα που γίνεται μητέρα βιώνει τόσο πολλές και σημαντικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να μη μιλάμε μόνο για τη γέννηση ενός παιδιού, αλλά, επίσης, για τη «γέννηση» μιας μητέρας.

Αντιστοίχως, μπορούμε να μιλήσουμε και για πατεροποίηση, όταν αναφερόμαστε στους άνδρες οι οποίοι μεταβαίνουν στον πατρικό ρόλο, στην πατρική ιδιότητα. Συνεπώς, μαζί με τον όρο matrescence, χρησιμοποιείται και ο όρος putrescence. Ό,τι ισχύει για τις μητέρες ισχύει και για τους πατέρες. Έτσι όπως ακριβώς διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα του εγώ για τις μητέρες, διαμορφώνεται και για τους πατέρες. Η «εφηβεία της γονικότητας» ισχύει και για τους πατέρες και ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2011 από τον κλινικό ψυχολόγο Will Courtenay.

Ας τολμήσουμε, λοιπόν, να πούμε ότι μαζί με τους όρους μητεροποίηση και πατεροποίηση, μπορεί να υφίσταται και ο όρος γονεοποίηση, υποδηλώνοντας τη μετάβαση στον γονικό ρόλο, τόσο για τις μητέρες όσο και για τους πατέρες.

Ως προς τις μητέρες, η μητεροποίηση περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας μητρικής νοοτροπίας (Stern & Brushweiler, 2018). Από τη στιγμή που αποκτά μωρό, μια γυναίκα αναπτύσσει μια νέα γκάμα συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η κόρη γίνεται μητέρα. Νιώθει χαρά για το παιδί που γεννιέται και συνάμα λύπη γιατί παύει να είναι μόνο κόρη των γονιών της. Μέρος της μητρικής νοοτροπίας είναι να βρίσκεται συντονισμένη σε σχέση αγάπης και πρόσδεσης με το μωρό της. Η μητέρα πολύ συχνά θα δρα χωρίς να σκέφτεται, βασιζόμενη σε αυτό που αποκαλούμε μητρικό ένστικτο, στη διαίσθησή της.

Στη μετάβαση των μητέρων στον γονικό ρόλο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το υποστηρικτικό τους πλαίσιο. Συνήθως, οι μητέρες ζητούν την επιβεβαίωση από τις μητέρες τους, ή από άλλες μητέρες, ότι τα καταφέρνουν καλά με το βρέφος τους, επιζητώντας μια βάση επικύρωσης (affirming matrix) ή την υποστήριξη από το στενό τους περιβάλλον, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί ένα περιβάλλον κρατήματος (holding environment), ένα περιβάλλον που μπορεί να τους παράσχει ασφάλεια και σιγουριά.

Συχνά, θεωρούμε ότι η έλευση ενός παιδιού συνοδεύεται μόνο από ευχάριστα συναισθήματα, ενώ στην πραγματικότητα εμφανίζονται και δυσάρεστα συναισθήματα σε μια γρήγορη εναλλαγή. Όσον αφορά τις μητέρες, ειδικότερα, από την οπτική των νευροεπιστημών, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη ευθύνονται για την οξυθυμία τους, τις εκρήξεις θυμού και για την απώλεια του ελέγχου και της ψυχραιμίας τους. Η διάρκεια των νευροφυσιολογικών αλλαγών στη μητέρα διαρκεί τουλάχιστον 2 χρόνια. Ο γυναικείος εγκέφαλος αλλάζει υπό την επίδραση των ορμονικών μεταβολών της εγκυμοσύνης. Η μητρική νοοτροπία ξεκινά να διαμορφώνεται από την εγκυμοσύνη και η νέα ταυτότητα που αποκτά εμπλουτίζει την ήδη υπάρχουσα ταυτότητα.

Για ένα χρονικό διάστημα η γυναίκα επικεντρώνεται στη φροντίδα, τη συνεργασία, την ανατροφή και τη δημιουργικότητα και το βάρος μετατοπίζεται εκεί, από τη δυναμική που συνδέεται με το σεξ, την επιθετικότητα, τον ανταγωνισμό και την κυριαρχία.

Ωστόσο, αν και κάθε περίπτωση είναι μοναδική, οι μητέρες συχνά διακατέχονται από:

Αμφιθυμία: Η εμπειρία της μητρότητας περιλαμβάνει ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα, δεν είναι όλα τόσο εύκολα, ούτε τόσο ρόδινα. Οι ρόλοι και οι σχέσεις αλλάζουν και υπάρχει μια συνεχής πάλη ανάμεσα στο δίνω και στο παίρνω.

Φαντασία εναντίον πραγματικότητας: Η άποψη των μητέρων για τον γονικό ρόλο διαμορφώνεται από τις εμπειρίες που είχαν από τιε δικές τους μητέρες και από άλλες μητέρες στον κοινωνικό τους περίγυρο, αλλά και από τα πρότυπα που προβάλλονται από τα ΜΜΕ. Όταν η άποψη αυτή δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα, συνήθως δημιουργείται ματαίωση και δυσάρεστα συναισθήματα.

Ενοχή, ντροπή και η «Αρκετά καλή μητέρα»: Αν και διατεινόμαστε ότι τέλειος γονιός και τέλεια μητέρα δεν υπάρχει, πάντοτε υπάρχει στο μυαλό μας ένα ιδεατό πρότυπο και πολλές μητέρες θεωρούν ότι ο «αρκετά καλός γονιός» –ο όρος που εισήγαγε ο Winnicott (1953) θέλοντας να καταρίψει το πρότυπο του ιδανικού γονιού– αποτελεί συμβιβασμό. Κι όμως, γνωρίζουμε καλά ότι η επιδίωξη για την τελειότητα οδηγεί τους γονείς σε άγχος, ντροπή και ενοχή και αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην άσκηση του ρόλου τους.

Διαγενεακότητα: Η ταυτότητα μιας μητέρας διαμορφώνεται πρωτίστως από τον γονικό τύπο της δικής της μητέρας, όπως και ο τύπος της μητέρας της είχε διαμορφωθεί, επίσης, από τον τύπο της μητέρας της, με τη σειρά της. Όταν κάποιος γίνεται γονιός, αναπόφευκτα αναβιώνει την παιδική του ηλικία και με αυτή την αναβίωση θα έχει την ευκαιρία, εφόσον το επιθυμεί, να βελτιώσει και να τροποποιήσει ό,τι θεωρεί πως χρήζει βελτίωσης και τροποποίησης.

Ανταγωνισμός: Ο σύντροφος, η υπόλοιπη οικογένεια και οι φίλοι θα ανταγωνίζονται την προσοχή που μια μητέρα δείχνει και τον χρόνο που αφιερώνει στο μωρό της. Η μητρότητα θα ανταγωνιστεί επίσης τον χρόνο, την ενέργεια και τα αποθέματα που μέχρι πρότινος μια μητέρα αφιέρωνε στη διατροφή, τη σωματική άσκηση, την ψυχαγωγία, την κοινωνικοποίηση, την εργασία. Θα υπάρξει μια σημαντική μετακίνηση στους ρόλους και στις σχέσεις της με όλους τους παραπάνω παράγοντες, όπως και με τον εαυτό της (Stern & Bruhweiler, 2018).

Όσον αφορά την πατεροποίηση και την «ταυτότητα του εγώ» των πατέρων, αυτή διαμορφώνεται από τους ακόλουθους παράγοντες:

Αλλαγές στην ταυτότητα: Οι πατέρες συνήθως βιώνουν αλλαγές στην ταυτότητά τους οι οποίες περιλαμβάνουν αισθήματα απώλειας του εαυτού, ανασφάλεια και αβεβαιότητα σχετικά με τον γονικό τους ρόλο και την επάρκειά τους, καθώς και αλλαγή στις προτεραιότητές τους.

Συναισθηματικές αλλαγές: Πολλοί πατέρες μπορεί να βιώνουν άγχος και να γίνονται οξύθυμοι εξαιτίας της πίεσης που βιώνουν για να παράσχουν τα απαραίτητα στην οικογένειά τους, για να προσαρμοστούν στον γονικό τους ρόλο και να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις του.

Αλλαγές στις σχέσεις: Η περίοδος μετά την έλευση του βρέφους στη ζωή του ζευγαριού συνεπάγεται επίσης αλλαγή στις σχέσεις των πατέρων. Οι πατέρες μπορεί να βιώνουν ένταση στη σχέση με τις συντρόφους τους, καθώς αναλαμβάνουν τον νέο ρόλο και τις ευθύνες της γονικότητας. Επιπλέον, αλλάζουν οι σχέσεις με την οικογένεια προσανατολισμού και με τους φίλους τους, καθώς δίνουν προτεραιότητα στον γονικό τους ρόλο.

Η σημασία της εμπλοκής: Οι σχετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι όταν οι πατέρες εμπλέκονται ενεργά στη φροντίδα του βρέφους, αυτό επιφέρει θετικά αποτελέσματα για τους πατέρες, για τα βρέφη, αλλά και για τη σχέση τους, καθώς ενδυναμώνει τη μεταξύ τους συναισθηματική σύνδεση. Επίσης, οι πατέρες αναφέρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τον ρόλο τους και διακρίνονται από καλύτερη ψυχική υγεία. Οι πατέρες μπορεί να μη θηλάζουν, είναι όμως σημαντικό να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία του θηλασμού και στη φροντίδα τόσο του βρέφους όσο και της μητέρας (Courtenay, 2011).

Οι αλλαγές που συνοδεύουν τη μητεροποίηση ή την πατεροποίηση, σε μία πρώτη ανάγνωση, εμφανίζουν σαφείς ομοιότητες, όσο και διαφορές. Είναι επίσης βέβαιο ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες όσον αφορά την έμφυλη διάσταση της μετάβασης στον γονικό ρόλο, καθώς ο ρόλος αυτός υπόκειται σε συνεχείς τροποποιήσεις και μεταβολές, καθώς το προφίλ ενός «αρκετά καλού γονιού» αλλάζει ανάλογα με τις ιστορικές και τις κοινωνικοπολιτισμικές συνιστώσες που το προσδιορίζουν.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Courtenay, W. (2011). Dying to be Men. Psychosocial, Environmental, and Biobehavioral Directions in Promoting the Health of Men and Boys. London: Routledge.

Παππά, Β. (2006). «Η μετάβαση στον γονικό ρόλο. Ο ρόλος των Σχολών Γονέων στην εκπαίδευση και τη συμβουλευτική μελλοντικών γονέων», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 76-77, 108-117.

Παππά, Β. (2017). Επάγγελμα γονέας. Τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Οκτώ.

Raphael, D. (1975). «Matrescence, Becoming a Mother, A “New/Old” Rite de Passage», Being Female, 65-72.

Stern, D. N. & Bruschweiler-Stern, N. (2018). Μια μητέρα γεννιέται. Πώς η εμπειρία της μητρότητας σε αλλάζει για πάντα (μτφρ.: Ε. Ανδριτσάνου, πρόλογος-επιστ. επιμ.: Γ. Ζέρβας). Αθήνα: Άγρα.

Winnicott, D. W. (1953). «Transitional objects and transitional phenomena: a study of the first not-me possession». International Journal of Psychoanalysis, 34(2), 89-97.

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων

www.sxolesgonewn.gr

www.emotionalintelligence.gr