Η αναπτυξιακή διάσταση της φιλίας των παιδιών και ο ρόλος των γονιών
Η φιλία ορίζεται ως μια σταθερή σχέση που χαρακτηρίζεται από οικειότητα, αμοιβαιότητα και ισοτιμία. Η δέσμευση σε άλλα –συνήθως συνομήλικα- παιδιά είναι ενδεικτική των παιδιών της μέσης παιδικής ηλικίας. Ωστόσο, σε μια πρώιμη φάση, τα παιδιά αρχίζουν να διαμορφώνουν φιλίες από την ηλικία των τριών ετών, όταν ο παιδικός σταθμός αποτελεί πλέον γι’ αυτά ένα νέο πλαίσιο κοινωνικοποίησης, συγχρωτισμού και συνύπαρξης με άλλα συνομήλικα παιδιά σε μια οργανωμένη ομάδα με κανόνες και συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας. Σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά συνήθως διαλέγουν φίλους που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα και τους αρέσει πολύ να παίζουν και να διασκεδάζουν με παιδιά του ίδιου ή του αντίθετου φίλου. Παρ’ όλ’ αυτά, στις περισσότερες φιλίες των τρίχρονων σημειώνονται διακυμάνσεις από εβδομάδα σε εβδομάδα, αφού σ’ αυτή την ηλικία ένα παιδί διακατέχεται από γνωστικό εγωκεντρισμό. Κατά τη νηπιακή ηλικία, η φιλία των παιδιών επικεντρώνεται στο παιγνίδι υπόκρισης. Μέσα από το συμβολικό παιγνίδι και τον συλλογικό μονόλογο, τα παιδιά αυτής της ηλικίας αναπτύσσουν το αντιληπτικοκινητικό συντονισμό τους και αρχίζουν να διαμορφώνουν το αίσθημα του ανήκειν. Από την ηλικία των 5-6 χρονών και πάνω, τα παιδιά κάνουν περισσότερο παρέα με άλλα παιδιά του ίδιου φύλου και κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ή τεσσάρων χρόνων οι φιλίες τους σταθεροποιούνται περισσότερο. Το πιο συνηθισμένο είναι ένα παιδί να φτάσει στην ηλικία των 9 ή 10 ετών πριν αρχίσει να κάνει μακροχρόνιες φιλίες.
Η φιλία επιτελεί σημαντικές αναπτυξιακές λειτουργίες, όπως: Α) Τα παιδιά αποκτούν βασικές κοινωνικές δεξιότητες, μαθαίνουν να επικοινωνούν, να συνεργάζονται και να εντάσσονται σε μία ομάδα. Β) Αποκτούν καλύτερη γνώση για τον εαυτό τους, για τους άλλους και για τον κόσμο. Γ) Διασκεδάζουν και μαθαίνουν να διαχειρίζονται το στρες της καθημερινής ζωής. Δ) Δημιουργούν πρότυπα σχέσεων που θα τα βοηθήσουν αργότερα στη ζωή (Hartup, 1992, ό. α. Cole & Cole, 2001). Στην ερώτηση: «Γιατί επέλεξες τον/την τάδε για φίλο/φίλη σου;», τα παιδιά του δημοτικού απαντούν: «Γιατί τον/την ξέρω από το νηπιαγωγείο». Ωστόσο, αν και γνωρίζουμε ότι για τα παιδιά αυτής της ηλικίας η γειτνίαση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα στην επιλογή των φίλων, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι τα παιδιά ουσιαστικά επιλέγουν φίλους που θεωρούν ότι είναι όμοιοι με αυτά και όχι μόνο γιατί περνούν μαζί τους πολλές ώρες κάθε μέρα. Η ομοιότητα έγκειται συνήθως στην ηλικία, τη φυλή, το φύλο και στο επίπεδο ανάπτυξης διαφόρων δεξιοτήτων, αλλά και στη σχολική επίδοση (ένα παιδί που έχει καλή επίδοση στο σχολείο είναι πιθανό να έχει για φίλο/ φίλη ένα παιδί με ανάλογη επίδοση) και τα ενδιαφέροντα (αθλητισμός, μουσική, διάβασμα κτλ.). Ωστόσο, οι παραπάνω παράγοντες μπορεί να διαφοροποιούνται σε κάποιες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν οι γονείς είναι οικογενειακοί φίλοι κι έτσι τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να αλληλεπιδρούν πολύ πιο συχνά ή όταν υπάρχει ένα μεγάλο πρόγραμμα που χρειάζεται να διεκπεραιωθεί, όπως μια σχολική παράσταση.
Οι λόγοι για τους οποίους τα παιδιά κάνουν φιλίες είναι πολλοί και διαφορετικοί και μερικές φορές είναι δύσκολο για τους γονείς να καταλάβουν γιατί δύο συγκεκριμένα παιδιά χαίρονται τόσο πολύ το ένα την παρέα του άλλου. Οι φιλίες παρέχουν πλήθος ψυχολογικά οφέλη: δίνουν αυτοπεποίθηση σ’ ένα παιδί, κάποιον για να μοιραστεί τα μυστικά του, το διδάσκουν τι σημαίνει αφοσίωση, αμοιβαιότητα και μοίρασμα -κυρίως συναισθημάτων- του προσφέρουν κάποιο πρόσωπο με το οποίο μπορεί να συγκριθεί, καθώς επίσης και συναισθηματική υποστήριξη, κυρίως όταν το παιδί βιώνει αρνητικά συναισθήματα. Τα παιδιά εξασκούνται σε κοινωνικές δεξιότητες, μαθαίνουν να διαλέγονται, να συμφωνούν, να διαφωνούν. Μαθαίνουν να ακούν και να επιλύουν τις συγκρούσεις τους. Μαθαίνουν τη χαρά όχι μόνο του να παίρνεις, αλλά και να δίνεις, να προσφέρεις με γενναιοδωρία. Οι φιλίες παρέχουν επίσης πρακτικά οφέλη: επιτρέπουν π.χ. σ’ ένα παιδί να παίξει με το καινούργιο ποδήλατο του φίλου του, πολλές φιλίες μάλιστα στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας συχνά ξεκινούν με «ιδιοτελείς» σκοπούς αυτού του είδους παρά από προσωπικό ενδιαφέρον.
Η συμπεριφορά των γονιών στη διαμόρφωση της φιλίας είναι καθοριστική. Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί σχετικά με τη συσχέτιση τρόπου ανατροφής και κοινωνικής επάρκειας των παιδιών αναδεικνύουν ως επιθυμητό το μοντέλο της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης. Οι υπόλοιποι τύποι γονέων, τόσο οι αυταρχικοί (λόγω των καταναγκασμών που επιβάλλουν στα παιδιά), όσο και οι ανεκτικοί-αδιάφοροι γονείς (οι οποίοι δεν ασχολούνται ιδιαιτέρως με την προώθηση της κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών τους), αλλά και οι ανεκτικοί-επιεικείς (οι οποίοι δεν εισάγουν το παιδί επαρκώς στις κοινωνικές δεξιότητες), έχουν συνήθως παιδιά που διαμορφώνουν ασταθείς και όχι στέρεες φιλίες (Παππά, 2006).
Οι περισσότεροι γονείς θέλουν το παιδί τους να είναι δημοφιλές. Τα δημοφιλή παιδιά είναι συνήθως εκείνα που έχουν καλή επίδοση στο σχολείο. Επίσης, ένα παιδί που είναι ελκυστικό στην εμφάνιση και αθλητικός τύπος θα είναι πιθανότατα πολύ δημοφιλές. Η δημοτικότητα όμως εξαρτάται ακόμη και από χαρακτηριστικά τα οποία το παιδί δεν μπορεί να ελέγξει, όπως είναι για παράδειγμα η κοινωνικότητά του. Το παιδί θα αποκτήσει καλύτερη σχέση με τα άλλα παιδιά αν μπορεί να κρατά τη σειρά σε ένα παιχνίδι, να ακολουθεί τους κανόνες και να μοιράζεται πράγματα. Επίσης, ένα παιδί έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι δημοφιλές αν δεν είναι επιθετικό αλλά ακούει τις απόψεις και τις ιδέες των άλλων παιδιών. Συνήθως τα δημοφιλή παιδιά βοηθούν τα άλλα και συνεργάζονται μαζί τους, έχουν καλή αίσθηση του χιούμορ, αντιλαμβάνονται τη μη λεκτική συμπεριφορά και κατανοούν τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων, δηλαδή χαρακτηρίζονται από κοινωνική/διαπροσωπική επάρκεια, καθώς συντονίζονται με επιτυχία με το κοινωνικό περιβάλλον (Feldman, Tomasian & Coats, 1999, ό. α. Feldman, 2009). Ωστόσο, ως προς τα αγόρια, έχει παρατηρηθεί ότι συχνά αρνητικές συμπεριφορές, όπως η επιθετικότητα, μπορεί να τους εξασφαλίζουν δημοτικότητα, καθώς οι συνομήλικοι τα θεωρούν ψύχραιμα και σκληρα και μπορεί κατά κάποιον τρόπο να τα θαυμάζουν γιατί παραβαίνουν κανόνες, τους οποίους οι ίδιοι ακολουθούν πιστά (Vaillancourt & Hymel, 2006, ό. α. Feldman, 2009).
Τα προβλήματα παρουσιάζονται όταν οι γονείς δεν εγκρίνουν τον φίλο ή τη φίλη του παιδιού τους επειδή συμπεριφέρεται με τρόπο που δε θεωρείται αποδεκτός για τα δικά τους δεδομένα. Κάτι τέτοιο απαιτεί λεπτό και διακριτικό χειρισμό. Οι γονείς χρειάζεται να εδραιώσουν μια λειτουργική επικοινωνία με το παιδί, εφαρμόζοντας την τεχνική του διαλόγου και αποφεύγοντας αναλυτικούς μονολόγους τεκμηρίωσης της άποψής τους. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να:
- Αποφεύγουν να απαγορεύουν στο παιδί την παρέα με ένα συγκεκριμένο φίλο, γεγονός που θα οδηγήσει στον αντίποδα, κάνοντας τη φιλία τους πιο επιθυμητή.
- Να κατακρίνουν συμπεριφορές, απ’ όπου κι αν προέρχονται και όχι άτομα.
- Να συζητούν με το παιδί ακούγοντάς το, ώστε να του δίνουν τη δυνατότητα να τους ακούει κι εκείνο με τη σειρά του, να σκέφτεται και να διαμορφώνει τη δική του γνώμη.
- Αν διαπιστώσουν ότι το παιδί σας συνεχίζει να κάνει παρέα με το παιδί που εκείνοι δεν εγκρίνουν, να του επισημάνουν ότι το ότι είναι σύντροφοι στο παιχνίδι δε σημαίνει ότι θα πρέπει να συμπεριφέρονται και με τον ίδιο τρόπο.
- Να του παράσχουν εναλλακτικές φιλίες με άλλα παιδιά (Αυτός είναι ένας θετικότερος τρόπος αντιμετώπισης, ιδιαιτέρως αποτελεσματικός στα παιδιά κάτω των 7 χρόνων, όπου ο γονιός μπορεί να παρέμβει περισσότερο).
Συμπερασματικά, η φιλία μπορεί να εκληφθεί ως θεμελιώδης αξία τόσο για τους γονείς, όσο και για τα παιδιά, καθώς και μια σημαντική σταθερά στη ζωή τους. Τα οφέλη που το παιδιά αποκομίζουν από τη φιλία είναι πολλαπλά, γι’ αυτό και οι γονείς χρειάζεται να είναι αρωγοί στο χτίσιμο και τη διαμόρφωσή της.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Cole, M. & Cole, S. R. (2001). H ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία (B΄ Τόμος) (Μεταφρ.: Μ. Σόλμαν, Επιμ.: Ζ. Μπαμπλέκου). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.
Feldman, R. S. (2009). Εξελικτική Ψυχολογία. Δια βίου ανάπτυξη (Τόμος Πρώτος) (Επιστ. Επιμ.: Η. Γ. Μπεζεβέγκης). Αθήνα: Gutenberg.
Feldman, R. S., Tomasian, J. & Coats, E. J. (1999). Adolescents’ social competence and nonverbal deception abilities: Adolescents with higher social skills are better liars. Journal of Nonverbal Behavior, 23, 237-249.
Hartup, W. W. (1992). Friendships and their developmental significance. In H. McGurk (Ed.), Childhood social development: Contemporary perspectives. London: Erlbaum.
Παππά, Β. (2006). Eπάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Καστανιώτης.
Vaillancourt, T. & Hymel, S. (2006). Aggression and social status: The moderating roles of sex and peer-valued characteristics. Aggressive Behavior, 32, 396-408.
Βασιλική Παππά, MSc, PhD,
Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,
Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων.