Οι φανταστικοί φίλοι των παιδιών

Το φαινόμενο του φανταστικού φίλου είναι χαρακτηριστικό των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Συχνά τα παιδιά αυτού του αναπτυξιακού σταδίου αναφέρονται σε έναν φίλο με συγκεκριμένο όνομα και ταυτότητα σαν να πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο. Η φυσικότητα με την οποία αναφέρονται σε αυτό και οι λεπτομέρειες με τις οποίες το περιγράφουν κάνουν γονείς και παιδαγωγούς να πιστέψουν ότι πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόσωπο. Όταν συνειδητοποιούν ότι το πρόσωπο αυτό εμπίπτει στη σφαίρα του φανταστικού, θορυβούνται και απευθύνονται σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.

Οι φανταστικοί φίλοι των παιδιών και γενικά οι φανταστικές σχέσεις έχουν στιγματιστεί ως ύποπτες και πιθανόν ως ενδεικτικές ψυχοπαθολογίας. Παλαιότερα, και ιδιαίτερα ως τη δεκαετία του 1990, οι συμπεριφορές αυτές που διέπονταν έντονα από το φαντασιακό στοιχείο χαρακτηρίζονταν ως ανώριμες και άσκοπες. Σύμφωνα με τον Piaget (1962) οι συμπεριφορές αυτές ατονούν αργότερα με την ανάδυση της λογικής και της συγκεκριμένης σκέψης κατά τη μέση παιδική ηλικία.

Τα τελευταία χρόνια επικρατεί η άποψη ότι η φαντασία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη και οι ειδικοί αναγνωρίζουν πλέον τη χρησιμότητά της σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών σχέσεων. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα φανταστικών δραστηριοτήτων που σχετίζεται με τη δημιουργία, τη διαχείριση και την κατανόηση των κοινωνικών δεσμών. Ο φανταστικός φίλος μπορεί να είναι ένα πρόσωπο της ίδιας ηλικίας με το παιδί ή μεγαλύτερης, ενώ κάποιες φορές περιγράφεται από τα παιδιά ως ανθρωπόμορφο ζώο (Taylor & Carlson, 2002). Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ζητήθηκε από παιδιά προσχολικής ηλικίας να συγκρίνουν τους φανταστικούς με τους πραγματικούς  τους φίλους, αυτά μίλησαν και για τους δύο με την ίδια στοργή και αγάπη και εξέφρασαν την ίδια προσδοκία ότι η φιλία τους θα διαρκέσει (Gleason & Hohmann, 2006). Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι η φιλία με κάποιον φανταστικό φίλο είναι ιδανική. Συχνά τα παιδιά αναφέρονται σε διαφωνίες και συγκρούσεις που έχουν με τους φίλους αυτούς (Taylor και συν., 2007).

Μερικές φορές το φαινόμενο των φανταστικών φίλων εμφανίζεται και στα παιδιά της μέσης παιδικής ηλικίας, τα οποία μιλούν για τους φίλους αυτούς, για τις συζητήσεις που κάνουν μαζί τους και για τις δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται με αυτούς. Συχνά τα παιδιά αυτά αναφέρονται στη στήριξη, την ενθάρρυνση, τις συμβουλές και την ανακούφιση που λαμβάνουν από αυτούς τους φίλους. Σε σχετική μελέτη που διεξήχθη σχετικά με το φύλο, βρέθηκε ότι τα κορίτσια προσχολικής ηλικίας συνήθως φροντίζουν τους φανταστικούς τους φίλους, ενώ τα αγόρια είναι πιο πιθανό να έχουν ως φανταστικούς φίλους υπερ-ήρωες και να προσδίδουν υπερφυσικές ιδιότητες στους φανταστικούς τους φίλους (Harter & Chao, 1992).

Η σχέση των παιδιών με τους φανταστικούς τους φίλους μπορεί να επηρεάσει τη σχέση τους με τους γονείς τους. Πολλά παιδιά μιλούν για τους φανταστικούς τους φίλους στους γονείς τους. Οι αντιδράσεις των γονιών ποικίλλουν. Κάποιοι γονείς επιδεικνύουν ανοχή, άλλοι θυμώνουν και οι περισσότεροι ανησυχούν. Σε σχετική έρευνα που διεξήγαγαν οι Taylor & Carlson (1997) σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και στους γονείς τους βρέθηκε ότι 28% των τετράχρονων παιδιών είχαν έναν φανταστικό φίλο. Τρία χρόνια μετά βρέθηκε ότι ο αριθμός των φανταστικών φίλων είχε αυξηθεί. Συγκεκριμένα 31% των παιδιών ηλικίας 6 ή 7 χρόνων είχαν έναν φανταστικό φίλο. Η Taylor (2004) υποστηρίζει ότι το φαινόμενο του φανταστικού φίλου είναι απολύτως φυσιολογικό και δεν υπονοεί ότι το παιδί που έχει κάποιο φανταστικό φίλο είναι ντροπαλό ή έχει κάποια δυσκολία στην ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.

Τα τελευταία χρόνια, με το αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον για το φαινόμενο του φανταστικού φίλου και με τη διεξαγωγή αντίστοιχων ερευνών, έχει προκύψει ένα διαφορετικό προφίλ ως προς τα παιδιά που έχουν φανταστικούς φίλους. Αυτά παρουσιάζονται με περισσότερες κοινωνικές και γλωσσικές δεξιότητες και χαρακτηρίζονται από περισσότερη δημιουργική σκέψη σε σχέση με τα παιδιά που δεν έχουν φανταστικούς φίλους (Hoff, 2005). Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά που έχουν φανταστικό φίλο έχουν πλέον αποστιγματιστεί ως ύποπτα για κάποιου είδους ψυχοπαθολογία. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους ενήλικες που εμπλέκονται στην ανατροφή του παιδιού με διακριτικότητα και με τη δέουσα προσοχή. Οι γονείς και οι παιδαγωγοί που ασχολούνται με παιδιά που έχουν φανταστικούς φίλους είναι απαραίτητο να επιδεικνύουν τον απαραίτητο σεβασμό στην έκφραση της συγκεκριμένης ανάγκης του παιδιού και σε καμία περίπτωση να μην την διακωμωδούν ή να την απαξιώνουν λέγοντάς του ότι λέει ψέματα. Αντιθέτως, είναι απαραίτητο να μπορούν να ακούν το παιδί και να αφουγκράζονται τις ανάγκες του, με άλλα λόγια να προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί του. Χωρίς να υπερβάλλουν, μπορούν να παρακολουθούν την έκφραση της φαντασίας και της δημιουργικής σκέψης του παιδιού, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματα που αυτό εκπέμπει. 

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Gleason, T. R. & Hohmann, L. M. (2006). Concepts of Real and Imaginary Friendships in Early Childhood, 15(1), 128-144.

Harter, S. & Chao, C. (1992). The Role of Competence in Children’s Creation of Imaginary Friends. Merrill-Palmer Quarterly, 38(3), 350-363.

Hoff, E. V. (2005). Imaginary Companions, Creativity, and Self-Image in Middle Childhood. Creativity, Research Journal, 17(2-3), 167-180. 

Piaget, J. (1962). Play, dreams, and imitation in childhood. New York: W.W. Norton & Co.

Taylor, M. & Carlson, S. M. (1997). The relation between individual diffirences in fantasy and theory mind. Child Development, 68, 436-455.

Taylor, M. & Carlson, S. M. (2002). Imaginary companions and elaborate fantasy in childhood: Discontinuities with nonhuman animals. In R. W. Mitchell (Ed.), Pretending and imagination in animals and children (pp.167-180). New York: Cambridge University Press.

Taylor, M., Carlson, S. M., Maring, B. L., Gerow, L., & Charley, C. M. (2004). The Characteristics and Correlates of Fantasy in School-Age Children: Imaginary Companions, Impersonation, and Social Understanding. Developmental Psychology, 40(6), 1173-1187.

Taylor, M., Carlson, S., & Shawber, A. (2007). Autonomy and control in children’s interactions with imaginary companions. Proceedings of the British Academy, 147, 81-100.

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων

www.sxolesgonewn.gr

www.emotionalintelligence.gr