Τα στάδια στη διεργασία πένθους στο διαζύγιο

Εφόσον το διαζύγιο συνιστά σημαντική μορφή απώλειας για όλη την οικογένεια, τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς περνούν από τη διεργασία πένθους, μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα στάδια/φάσεις.

Όσον αφορά τους γονείς, σύμφωνα με την Ahrons (1994), κάθε διαδικασία διαζυγίου περνάει από πέντε φάσεις/στάδια:

1. Το γνωστικό στάδιο της προσωπικής απόφασης: Κατά το στάδιο αυτό υπάρχει η επίγνωση ότι κάτι δεν πάει καλά στη συζυγική σχέση. Οι προσωπικές αντιδράσεις μπορεί να ποικίλλουν από κατηγορίες για το/τη σύντροφο ως το θυμό, τη θλίψη, ή την άρνηση του προβλήματος. Η απόφαση που παίρνουν οι σύζυγοι εξαρτάται από τις στρατηγικές αντιμετώπισης που έχουν εφαρμόσει κατά το παρελθόν στην επίλυση των προβλημάτων τους. Κάποιοι αποφασίζουν να μη χωρίσουν έως ότου μεγαλώσουν τα παιδιά και επιδίδονται σε δραστηριότητες εκτός οικογένειας, δαπανώντας το χρόνο τους και διοχετεύοντας την ενέργειά τους. Αυτό το είδος συναισθηματικού διαζυγίου αποβαίνει προς όφελος της προσωπικής δημιουργικότητας, αλλά εις βάρος της λειτουργικότητας του οικογενειακού συστήματος.

2. Το μεταγνωστικό στάδιο της οικογένειας: Κατά το στάδιο αυτό όλο το σύστημα της οικογένειας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι οι σχέσεις των συζύγων επιδεινώνονται. Το σύστημα της οικογένειας αρχίζει να αλλάζει καθώς αναγνωρίζει το πρόβλημα. Το πρόβλημα συζητείται από τα μέλη της οικογένειας και εκφράζονται οι αγωνίες του καθενός. Συζητούνται επίσης οι πιθανές λύσεις του προβλήματος, αλλά και οι ενδεχόμενες συνέπειες. Η προσαρμοστική ικανότητα της οικογένειας σε προηγούμενες καταστάσεις κρίσης αποτελεί σημαντικό παράγοντα.

3. Το στάδιο του χωρισμού: Κατά το στάδιο αυτό ο ένας σύζυγος φεύγει από το σπίτι. Τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται σε σύγχυση και αμφιβολία σχετικά με τους ρόλους και τα όρια στην οικογένεια. Όλη η οικογένεια βιώνει στρες, ακόμη κι αν κατά το παρελθόν είχε καταφέρει να διαχειριστεί το στρες αποτελεσματικά. Καθώς αρχίζει η διαδικασία του νομικού διαζυγίου, τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας συζητούν το γεγονός με μέλη της εκτεταμένης οικογένειας και με φίλους. 

4. Το στάδιο της αναδιοργάνωσης της οικογένειας: Πρόκειται για το στάδιο του νομικού διαζυγίου. Ενώ προηγουμένως τα συγκεχυμένα όρια στην οικογένεια προκαλούσαν στρες, τώρα το στρες προκαλείται από τα σαφή και άκαμπτα όρια που τίθενται με το νομικό διαζύγιο. Ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μεταξύ των γονέων δημιουργεί επίσης στρες, καθώς ό γονικός ρόλος πρέπει να διαχωριστεί από το συζυγικό.

5. Το στάδιο επαναπροσδιορισμού της οικογένειας:           Ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων στην οικογένεια μετά το διαζύγιο εξαρτάται από τη σχέση των γονέων. Μια συνεργατική σχέση των γονιών μειώνει τις πιθανές επιπτώσεις της κρίσης μετά το διαζύγιο.

Τα στάδια αυτά ωστόσο δεν είναι ίδια για τα παιδιά, καθώς αυτά δεν μπορούν να συγχρονιστούν με τη μετάβαση που αφορά τον κάθε γονιό. Για τους γονείς το διαζύγιο σημαίνει το τέλος του γάμου, της γαμήλιας συμβίωσης. Οι γονείς αποποιούνται τον συζυγικό τους ρόλο. Για τα παιδιά, από την άλλη, το διαζύγιο σημαίνει τη διαίρεση της οικογένειάς τους. Βεβαίως, όσο επιθυμητό κι αν είναι, το διαζύγιο δεν παύει να είναι και για τους γονείς δύσκολο και στρεσογόνο. Και για τον καθέναν ξεχωριστά, με διαφορετικό τρόπο. Για τα παιδιά είναι ακόμα πιο στρεσογόνο, γιατί οπωσδήποτε δεν είναι προϊόν δικής τους απόφασης. Αν και οι συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο των γονιών τους διαφέρουν, σύμφωνα με την Coloroso (2001) θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα παρακάτω στάδια στη διαδικασία πένθους του διαζυγίου στα παιδιά:

1. Η φάση της άρνησης, η οποία χαρακτηρίζει την αρχική αντίδραση στον αποχωρισμό/αποχαιρετισμό, ώστε να αντέξουν τη θλίψη που τον συνοδεύει. Τα παιδιά αρνούνται την πραγματικότητα για να την αντέξουν. Αποκλείεται να χωρίζουν οι γονείς τους. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου απέχουν από οτιδήποτε τα φέρνει αντιμέτωπα με την πραγματικότητα. Έτσι, είτε θα αποφεύγουν να συζητούν για το γεγονός, είτε θα λένε ψέματα στους φίλους και τους δασκάλους τους γι’ αυτό που συμβαίνει στο σπίτι.

2. Η φάση του θυμού. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου κυριαρχεί ο θυμός. Ο θυμός αποτελεί ένα φυσιολογικό, αναμενόμενο και απολύτως κατανοητό συναίσθημα, και για τους γονείς και για τα παιδιά, στη διαδικασία του διαζυγίου και γι’ αυτό οι συμπεριφορές που προκαλεί είναι συνήθως δικαιολογημένες, ακόμη κι όταν δεν είναι αποδεκτές. Τα παιδιά μπορεί να εκφράσουν θυμό και οργή για όλα. Μπορεί να συμπεριφέρονται άσχημα, να εκδηλώνουν λεκτική ή σωματική επιθετικότητα ή να προκαλούν τους γονείς δοκιμάζοντας τα όριά τους. Συχνά εκφράζουν το αίσθημα αδικίας για τους γονείς, τους δασκάλους, τους άλλους, για όλο τον κόσμο. Ο θυμός τους μπορεί να κατευθυνθεί και προς τους δύο γονείς (πώς μπόρεσαν να μου το κάνουν αυτό; Τους μισώ), είτε μόνο προς τον ένα, που μετατρέπεται στον «κακό» γονιό και που βλάπτει τον άλλο γονιό, το «θύμα» (Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό στον μπαμπά μου/στη μαμά μου; Αυτός/αυτή είναι ο πιο καλός άνθρωπος που ξέρω, δεν έχει βλάψει ποτέ κανέναν). Τα παιδιά που περνούν αυτό το στάδιο συνήθως σημειώνουν πτώση στη σχολική τους επίδοση, μπορεί να χάνονται σε ονειροπολήσεις, να είναι αφηρημένα και απόμακρα ή να θυμώνουν τόσο που να μην μπορούν να συγκεντρωθούν στα καθήκοντά τους, και από την άλλη να αναστατώνονται επειδή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε τίποτ’ άλλο πέρα απ’ αυτή την αναστάτωση που έχει επέλθει στη ζωή της οικογένειάς τους. Ο βαθμός του θυμού και η ένταση της επιθετικής τους συμπεριφοράς συνήθως εξαρτάται από τη σχέση και τις συγκρούσεις των γονιών. Αν οι γονείς βρίσκονται σε διαμάχη, είναι πολύ πιθανόν τα παιδιά να εκδηλώσουν υπερβολική εχθρότητα ή επιθετικότητα. Η αναγνώριση του θυμού, η κατανόησή του και η προσπάθεια διαχείρισής του βρίσκοντας τους κατάλληλους τρόπους αντίδρασης και συμπεριφοράς είναι εξίσου σημαντικές τόσο στη ζωή των παιδιών όσο και των γονιών. Όταν οι γονείς είναι θυμωμένοι, μπορεί να χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους, να μην έχουν υπομονή, να παίρνουν βιαστικές, παράλογες και λανθασμένες αποφάσεις, να αντιδρούν υπερβολικά και να έχουν άγχος. Επιπλέον, μπορεί να επιτίθενται στον/στην πρώην σύζυγό τους με ασήμαντες αφορμές ή να προσπαθούν να βρουν τρόπους να τον/την εκδικηθούν. Επίσης είναι πολύ πιθανό να είναι λιγότερο συναισθηματικά διαθέσιμοι για τα παιδιά και να μην είναι καθόλου υποστηρικτικοί στη σχέση των παιδιών με τον άλλο γονιό. Όταν τα παιδιά είναι θυμωμένα, συχνά εμφανίζουν προκλητική συμπεριφορά, δοκιμάζουν τα όρια ή καταλύουν τους κανόνες που θέτουν οι γονείς. Εύκολα λένε στον γονιό σε μισώ, ή είσαι άδικος/άδικη, κατηγορούν τον έναν ή και τους δύο γονείς για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, έχουν εκρήξεις θυμού ή εκδηλώνουν επιθετικότητα και έχουν συναισθηματικές εκρήξεις. Μερικές φορές, αποσύρονται από την οικογένεια και κλείνονται στον εαυτό τους. Οι έφηβοι μπορεί να εκφράσουν τον θυμό τους με παραβατική, επικίνδυνη ή καταστροφική συμπεριφορά.

3. Η φάση της θλίψης. Καθώς η οικογένεια οργανώνει ξανά τη ζωή της, ιεραρχεί τις προτεραιότητές της και προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα, βιώνει έντονη λύπη. Η θλίψη βιώνεται και από τους γονείς και από τα παιδιά. Οι γονείς μπορεί να παρουσιάζουν προβλήματα ύπνου ή διατροφικές διαταραχές και έλλειψη κινήτρων. Επίσης, μπορεί να δυσκολεύονται σε θέματα διαχείρισης του νοικοκυριού (π.χ. καθαριότητα ή οικονομικά θέματα), να νιώθουν υπερβολική κούραση, να δυσκολεύονται πολύ να συγκεντρωθούν και να γίνονται υπερευαίσθητα. Μπορεί να έχουν σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, στομαχόπονο ή μυϊκούς πόνους. Είναι επίσης πιθανό να θυμώνουν εύκολα και να χάνουν την ψυχραιμία τους ή να δυσκολεύονται να βρουν ευχαρίστηση σε δραστηριότητες που προηγουμένως τους ευχαριστούσαν. Από την άλλη, τα παιδιά βιώνουν τη θλίψη τους με διαφορετικούς τρόπους. Λένε αλλά και σκέφτονται: Δεν υπάρχει τίποτε που να με ευχαριστεί. Τίποτα δεν μπορεί να με κάνει χαρούμενο/-η ούτε θέλω να είμαι χαρούμενος/-η. Μα γιατί να είμαι χαρούμενος/-η;. Τα παιδιά σε αυτό το στάδιο συχνά βρίσκονται σε συναισθηματική αδράνεια. Είναι πιθανόν –εφόσον δεν βρίσκουν νόημα σε ό,τι κάνουν– να μην ενδιαφέρονται πλέον για την επίδοσή τους στο σχολείο, να απομακρύνονται από την οικογένεια και τους φίλους τους, να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, να είναι οξύθυμα ή πολύ θλιμμένα. Οποιαδήποτε μεγάλη ή μικρή αλλαγή που συμβαίνει στη ζωή τους τούς αναστατώνει. Μπορεί να δυσκολεύονται να κοιμηθούν και να νιώθουν συνεχώς κουρασμένα και να κλαίνε με το παραμικρό. Μερικά παιδιά θα προσπαθήσουν να δείχνουν υποδειγματική συμπεριφορά για να ευχαριστήσουν τους γονείς τους. Άλλα θα προσπαθήσουν να βρουν τρόπους για την επανένωση των γονιών τους, ακόμη και με την πρόφαση μιας ασθένειας.

4. Η φάση της αποδοχής της νέας πραγματικότητας. Κατά το στάδιο αυτό, η θλίψη υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η ηρεμία και η ειρηνική συνύπαρξη. Η ευχαρίστηση και η χαρά που απορρέει από τη βίωση μιας νέας, λειτουργικής πραγματικότητας γίνεται πλέον συνειδητή επιδίωξη. Ωστόσο οι επέτειοι, οι γιορτές και η ανάμνηση σημαντικών γεγονότων γεγονότων του παρελθόντος δεν παύουν να προκαλούν θλίψη, η οποία όμως τώρα είναι πλέον διαχειρίσιμη. Αν οι γονείς έχουν καταφέρει να τηρήσουν μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης ως προς τα θέματα που ανακύπτουν κατά καιρούς, αν οι όποιες συγκρούσεις τους έχουν επιλυθεί και αν έχουν επιτρέψει στα παιδιά τους να εκφράζουν τα συναισθήματά τους και τη γνώμη τους ελεύθερα και ανοιχτά, τα παιδιά θα διαπιστώσουν ότι συνεχίζουν να έχουν δύο γονείς που τα αγαπούν. Κατά το στάδιο αυτό, οι γονείς είναι σε θέση πλέον να αναγνωρίζουν τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές του διαζυγίου. Οι γονείς δεν πρέπει να μιλούν στα παιδιά σχετικά με το πώς θα έπρεπε να νιώθουν, απλώς να αναγνωρίζουν, να κατανοούν και να καθρεφτίζουν τα συναισθήματά τους, όποια κι αν είναι αυτά, όταν εκδηλώνονται: Φαίνεσαι πραγματικά λυπημένος», «Βλέπω ότι είσαι θυμωμένος/-η και με τους δυο μας.

Τα παιδιά δεν πρέπει να ακούν τα παρακάτω:

Το ξέρω ότι είσαι πολύ θυμωμένος/-η μέσα σου, όσο κι αν δεν το δείχνεις.

Χαμογέλασε. Μην είσαι μουτρωμένος/-η.

Δεν με βοηθάει το να είσαι τόσο λυπημένος/-η (ή θυμωμένος/-η) όλη την ώρα.

Η οικογενειακή φωτογραφία θα μείνει εκεί που ήταν. Δεν θέλω να ακούω ότι σε στενοχωρεί να τη βλέπεις/δεν ακούω τίποτα.

Ό,τι έχει συμβεί στην οικογένειά μας θα μείνει μεταξύ μας. Δεν χρειάζεται να ξέρουν οι άλλοι τα οικογενειακά μας.

Προσπάθησε να είσαι χαρούμενος/-η όταν πηγαίνεις στον παππού και τη γιαγιά. Δεν χρειάζεται να τους λέμε τα προβλήματά μας.

Το ότι πετάς τα πράγματά σου εδώ κι εκεί είναι απαράδεκτο. Είσαι ολόιδιος/ολόιδια ο πατέρας σου. Είναι απίστευτο πόσο πολύ του/της μοιάζεις.

Οι παραπάνω φράσεις είναι δυσλειτουργικές γιατί υποτιμούν και απαξιώνουν τα συναισθήματα του παιδιού, δεν δείχνουν σεβασμό και ενσυναίσθηση. Η υποτίμηση των συναισθημάτων του παιδιού, είτε πηγάζει από μια λογική αποστασιοποίησης είτε από μια λογική επίκρισης, μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά σε απαξίωση του εαυτού τους, σε αυτομομφή και αυτοϋποτίμηση (Παππά, 2013). Τα παιδιά λαμβάνουν λανθασμένα και τοξικά μηνύματα και μαθαίνουν να μην εκφράζουν αυθόρμητα τα συναισθήματά τους, παρά μόνο όσα μπορεί να γίνουν αποδεκτά από τους γονείς τους. Μαθαίνουν να κουκουλώνουν ή να κρύβουν τον φόβο, τη λύπη και τον θυμό. Μαθαίνουν να μην τους εμπιστεύονται τους και να τους χειραγωγούν γι’ αυτό που θέλουν, ακριβώς όπως μπορεί να έχουν χειραγωγηθεί τα ίδια: Αν λυπάσαι πραγματικά για το διαζύγιο, τότε θα μου πάρεις το παιχνίδι που θέλω για να με κάνεις χαρούμενο/-η.

Πολλές φορές επίσης, ο γονιός με κάποιον τρόπο «επιβάλλει» τα συναισθήματά του στο παιδί όταν του λέει: Δεν είμαστε καλύτερα τώρα που ο μπαμπάς δεν είναι συνέχεια μαζί μας; ή Αυτές οι διακοπές δεν μοιάζουν καθόλου με τις διακοπές που κάναμε παλιά… ή Μην κλαις, τι θέλεις να σου πάρω/αγοράσω;.

Ο γονιός, επειδή αποτελεί θετικό συναισθηματικό πρότυπο (Παππά, 2013), πρέπει:

1. Να αναγνωρίζει τα δικά του συναισθήματα και να τα κατονομάζει: Είμαι θυμωμένος/-η. Είμαι στενοχωρημένος/-η. Είμαι λυπημένος/-η. Είμαι χαρούμενος/-η. Είμαι ενθουσιασμένος/-η, και να μη λέει: Με θυμώνεις, με στενοχωρείς, με κάνεις χαρούμενο. Το συναίσθημα είναι αποκλειστικά δικό του.

2. Να παραδέχεται ότι είναι θυμωμένος ή ότι φοβάται και να μην το αρνείται. Να μην αρνείται ότι έχει δάκρυα στα μάτια, προσπαθώντας να ξεγελάσει το παιδί.

3. Να διαβεβαιώνει το παιδί ότι μπορεί να διαχειριστεί αυτό που συμβαίνει: Μπορώ να το κάνω αυτό, Θα το ξεπεράσω, Έκανα ένα λάθος και θα το διορθώσω.

Στη διαδικασία του διαζυγίου, το παιδί έχει ανάγκη να παίρνει από τους γονείς του τα εξής μηνύματα:

  • Πιστεύω σ’ εσένα.
  • Σ’ εμπιστεύομαι.
  • Ξέρω ότι μπορείς να το χειριστείς.
  • Σ’ ακούω.
  • Σε νοιάζομαι.
  • Είσαι σημαντικός/-ή για μένα.

Μερικά από τα συνήθη λάθη που κάνουν οι γονείς είναι να «χρησιμοποιούν» τα παιδιά ως διακομιστές μηνυμάτων. Τα παιδιά δεν πρέπει να προτρέπονται να μεταφέρουν από τον έναν γονιό στον άλλο μηνύματα τα οποία:

  • Πληγώνουν ή προκαλούν θλίψη, ή μπορεί να πυροδοτήσουν συγκρούσεις.
  • θέτουν ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις, διότι αφενός το παιδί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μεταφέρει την όποια απάντηση έτσι όπως ακριβώς θα διατυπωθεί και αφετέρου διότι η απάντηση θα δοθεί στην επόμενη συνάντηση·
  • περιλαμβάνουν αρνητικά σχόλια για άλλους ανθρώπους·
  • αφορούν την προσωπική ζωή των γονιών·
  • αφορούν αλλαγές στις ώρες ή στις μέρες των επισκέψεων, επειδή αυτές μπορεί να μη βολεύουν τον άλλο γονιό·
  • το παιδί δεν θέλει να μεταφέρει και το φέρνουν σε δύσκολη θέση·
  • αφορούν οικονομικής φύσης ζητήματα ή τη διατροφή.

Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σαν μοχλός πίεσης για τον γονιό που έφυγε ή σαν μέσο εκδίκησης (Κοέν Ερλέμ, 2006), αλλά πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευγένεια, γενναιοδωρία, κατανόηση και τρυφερότητα.

Παππά, Β. (2016). Γονείς σε κρίση. Η διαχείριση της απώλειας και της αλλαγής (σ. 114-124). Αθήνα: Οκτώ.

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων

www.sxolesgonewn.gr

www.emotionalintelligence.gr