Το αίσθημα παντοδυναμίας των παιδιών και ο ρόλος των γονιών

Το παιδί είναι βαθιά «εγωκεντρικό». Ως τέτοιο, θεωρεί ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και της μέριμνας όλων. Και αυτό εν μέρει ισχύει. Για τους γονείς του, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του, αναμφισβήτητα αποτελεί το κέντρο του κόσμου τους. Το παιδί επικοινωνεί τις ανάγκες του αρχικά με το κλάμα και αργότερα με κάποιες φωνοποιήσεις. Με το κλάμα εκφράζει τον πόνο, την πείνα ή τη δυσφορία του. Ρόλος των ενηλίκων που ασχολούνται με τη φροντίδα του είναι να ανταποκριθούν άμεσα στις ανάγκες του και να φροντίσουν για την καλύτερη κάλυψή τους. Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με το «χειρισμό» που κάνουν τα παιδιά – από τη βρεφική τους ακόμη ηλικία – για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Παλαιότερες γενιές μιλούσαν για την «πονηριά» των βρεφών, η οποία εκδηλώνεται όταν τα βρέφη δεν πεινούν ή πονούν, αλλά επειδή επιζητούν την προσοχή των γονιών τους και θέλουν να τα πάρουν αγκαλιά. Σήμερα ξέρουμε ότι τα βρέφη επιζητούν την προσοχή των ατόμων που τα φροντίζουν και τη σωματική επαφή με αυτά, όχι γιατί είναι «πονηρά», αλλά γιατί χωρίς την κάλυψη αυτής της πρωταρχικής τους ανάγκης δεν θα μπορέσουν να αναπτυχθούν υγιώς ψυχικά και σωματικά.

Το αίσθημα παντοδυναμίας που διακατέχει το βρέφος προέρχεται από την αδυναμία του να διαχωρίσει τον εαυτό του από τη μητέρα του, με την οποία βρίσκεται σε μια στενή, συμβιωτική σχέση. Αργότερα, από το ενάμιση έτος περίπου, οπότε το παιδί ανακαλύπτει το «εγώ» είναι πλέον σε θέση να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και διέρχεται τη φάση του «γνωστικού εγωκεντρισμού», που διαρκεί όλη τη νηπιακή ηλικία. Πρόκειται για μια απαραίτητη εξελικτική φάση, απολύτως φυσιολογική, κατά τη διάρκεια της οποίας ξεκινά με δυναμικό τρόπο ο αυτοπροσδιορισμός του παιδιού. Η φάση αυτή βέβαια χαρακτηρίζεται από πολλά πείσματα και έκφραση ισχυρογνωμοσύνης από το παιδί, έλλειψη διαλλακτικότητας, ξεσπάσματα οργής και εντάσεις που δημιουργούνται με τους γονείς του, οι οποίοι δεν είναι συνήθως προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο και δεν μπορούν να πιστέψουν πώς το μικρό τους αγγελούδι μετατράπηκε «εν μία νυκτί» σε έναν ανυπόφορο τύραννο. Φυσικά το παιδί θέλει να δοκιμάσει τα όριά του, αλλά και τα όρια του γονιού. Σαφώς θέλει να ικανοποιούνται απολύτως και άμεσα τα «θέλω» του και να υπερισχύει η άποψή του. Αρνείται να φάει, να ντυθεί, να πλυθεί, να κοιμηθεί και γενικά «να υπακούσει». Τα όρια (αν μπορούμε να θέσουμε ένα χρονικό σημείο έναρξης της οριοθέτησης) ξεκινούν να μπαίνουν εμφανώς από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να κινείται στο χώρο, προσπαθώντας να περπατήσει, οπότε και αρχίζουν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στο παιδί, απαραίτητοι για την ασφάλειά του. (Ουσιαστικά, όμως, η οριοθέτηση ξεκινά από την αρχή της ζωής του παιδιού, με ένα πιο γενικό τρόπο). Σκοπός του γονιού δεν είναι να τον υπακούσει το παιδί, αλλά να συνεργαστεί, μέσα από ένα πνεύμα δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης. Η οριοθέτηση κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή ψυχική συγκρότηση του παιδιού, αλλά και για τη δημιουργία ομαλής και καλής σχέσης και επικοινωνίας γονιού-παιδιού.

Έρευνες που έχουν διεξαχθεί διεθνώς έχουν δείξει ότι τόσο η ανεκτική, όσο και η αυταρχική διαπαιδαγώγηση έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες στη ζωή των παιδιών. 

Όταν το παιδί δε συνεργάζεται και προσπαθεί να υπερισχύσει, ο γονιός ματαιώνεται, απογοητεύεται, στενοχωριέται, θυμώνει και φοβάται. Φοβάται ότι δεν είναι ένας αρκετά καλός γονιός και κυρίως (σε σχέση με το παιδί) φοβάται γι’ αυτό που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον. Αν το παιδί τον χειραγωγεί, τον «χειρίζεται» με αυτόν τον τρόπο τώρα, τι θα συμβεί στο μέλλον; Για να μπορέσει να οριοθετήσει ο γονιός το παιδί, χρειάζεται να γνωρίζει καταρχήν τα δικά του όρια. Και σαφώς να μπορεί να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματά του. Οι φόβοι του γονιού σε σχέση με το παιδί έχουν να κάνουν κυρίως με την ψυχική και σωματική του υγεία και με την ασφάλειά του. Όταν το παιδί βρίσκεται στη βρεφική, τη νηπιακή, αλλά και τη σχολική / παιδική ηλικία, συνήθως ο γονιός φοβάται τη «λαίλαπα» της εφηβείας. Φοβάται ότι το παιδί θα επιδείξει παραβατική συμπεριφορά, ότι θα ενταχθεί σε «περίεργες» παρέες, ότι θα δοκιμάσει «απαγορευμένες» ουσίες κλπ. Τα ναρκωτικά, ίσως αποτελούν το βασικό φόβο των γονιών. Όταν το παιδί, από την άλλη, διανύει την εφηβεία οι φόβοι παραμένουν οι ίδιοι, απλώς εντείνονται. Συχνά, μετατρέπονται σε πανικό, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν είναι καλός σύμβουλος.

Ο φόβος του γονιού σε σχέση με τη χειραγώγηση του παιδιού είναι ουσιαστικά να μη χάσει τον έλεγχο, αλλά και την αγάπη του παιδιού. Πρόκειται για ένα φόβο που παίρνει πολλές διαστάσεις και μορφές και κλιμακώνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Ο φόβος δε μετατρέπεται σε πανικό μόνο στην εφηβεία. Κάλλιστα μπορεί να γίνει πανικός και νωρίτερα και να οδηγήσει ένα γονιό σε πράξεις και συμπεριφορές για τις οποίες αργότερα θα μετανιώσει, όπως ξύλο, φωνές, άσχημα λόγια, επιπλήξεις, τιμωρίες και στερήσεις που επιβάλλει στο παιδί ως «αντίποινα». Οι προσπάθειες χειραγώγησης του παιδιού ξεκινούν να γίνονται συνειδητά αρκετά νωρίς. Από τη νηπιακή ηλικία, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένα παιδί γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να ασκεί στους γονείς του και τους γύρω του. Καθώς μεγαλώνει, οι προσπάθειες αυτές γίνονται όλο και πιο συνειδητές και πιο οργανωμένες. Πρόκειται για τα γνωστά «παιχνίδια εξουσίας» που παίζουν γονείς και παιδιά. Και ως γνωστό, τα παιχνίδια εξουσίας δεν παίζονται μόνον από έναν.

Παρακάτω παραθέτω μερικά σχετικά παραδείγματα:

(Νηπιακή ηλικία).

Το παιδί φωνάζει ότι θέλει παγωτό «τώρα». Η μητέρα του, του λέει ήρεμα ότι είναι ώρα για τα φρούτα του. Το παιδί συνεχίζει να φωνάζει ότι θέλει παγωτό και όχι φρούτα. Η μητέρα του, του λέει ότι θα μπορέσει να φάει λίγο παγωτό το απόγευμα, όπως έχουν συμφωνήσει. Το παιδί επιμένει. Η μητέρα του, του βάζει ήσυχα το μπολ με τα φρούτα στο τραπεζάκι του. Το παιδί λέει φωνάζοντας ότι θα φάει τα φρούτα αν του δώσει παγωτό. Η μητέρα του, του επαναλαμβάνει ότι αυτό δε γίνεται. Τότε, το παιδί παίρνει το μπολ με τα φρούτα και πετάει τα φρούτα στο νεροχύτη. Η μητέρα του χάνει την ψυχραιμία της, του βάζει τις φωνές και το στέλνει στο δωμάτιό του. Το παιδί φωνάζει και κλαίει ακόμη πιο δυνατά.

Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η μητέρα αντιμετώπισε αρκετά καλά τη συμπεριφορά του παιδιού της, αρχικά. Έχασε την ψυχραιμία της, όταν το παιδί πέταξε τα φρούτα και ενήργησε ανεξέλεγκτα, με έναν τρόπο για τον οποίο μετά θα μετανιώσει (όπως οι περισσότεροι γονείς) και λόγω των ενοχών που θα νιώσει θα είναι πιο επιεικής την επόμενη φορά…

(Σχολική / παιδική ηλικία).

Το παιδί αντιδρά στην προτροπή της μητέρας του να κάνει τα μαθήματά του. Έχει προσυμφωνηθεί ότι, όταν επιστρέφει από το σχολείο, θα πλένει τα χέρια του, θα τρώει, θα ξεκουράζεται για μισή ώρα και αμέσως μετά θα ξεκινά τη μελέτη του. Το παιδί αρνείται να διαβάσει, προφασιζόμενο ότι θέλει να δει ένα παιδικό στην τηλεόραση. Το παιδί παρακαλεί τη μαμά του με γλυκόλογα να το αφήσει και της υπόσχεται ότι αμέσως μετά την παιδική εκπομπή θα αρχίσει τη μελέτη. Η μαμά – που δε θέλει να χάσει την αγάπη του παιδιού της, ούτε να το δυσαρεστήσει, αφού είναι τόσο γλυκό μαζί της – ενδίδει. Η ώρα περνά και το παιδί δε «στρώνεται» για διάβασμα. Τότε η μητέρα του κλείνει την τηλεόραση. Το παιδί βάζει τις φωνές και της μιλά άσχημα. Η μητέρα του φωνάζει και το επιπλήττει και το «τιμωρεί» για τη συμπεριφορά του, λέγοντάς του ότι δεν θα του πάρει το ηλεκτρονικό που του είχε υποσχεθεί. Το παιδί αντιδρά ακόμη πιο άσχημα.

Στο εν λόγω παράδειγμα, η μητέρα χειραγωγήθηκε εξαρχής γιατί ενέδωσε. Και ενέδωσε στη χειραγώγηση, γιατί δεν ήθελε να γίνει δυσάρεστη. Από εκεί και μετά το ένα λάθος οδήγησε στο επόμενο. Η παράταση του χρόνου τηλεθέασης και η παρατεταμένη ανοχή της μητέρας, οδήγησε σε «τιμωρητικού» τύπου παρέμβαση με απότομο κλείσιμο της τηλεόρασης. Το τελευταίο λάθος που κάνει η μητέρα είναι ότι τιμωρεί το παιδί για τη συμπεριφορά του με κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με ό, τι προηγήθηκε.

(Εφηβική ηλικία).

Ο έφηβος θέλει να αγοράσει ένα πανάκριβο κινητό i-phone τελευταίας τεχνολογίας. Παρακαλεί το γονιό και επιχειρηματολογεί για τις «αρετές» του κινητού που θέλει να αγοράσει. Ο γονιός αρνείται, προφασιζόμενος ότι δεν έχει τα χρήματα για να του αγοράσει το κινητό που θέλει και ότι επιπλέον, δεν το βρίσκει απαραίτητο. Τελικά, ενδίδει εν μέρει και συμφωνεί με τον έφηβο ότι αν στον επόμενο έλεγχο «του φέρει» δεκαοκτώ, θα του αγοράσει το κινητό που θέλει. Ο έφηβος τον παρακαλεί να του το αγοράσει από πριν και του υπόσχεται ότι θα φέρει τον πολυπόθητο βαθμό. Ο γονιός αρνείται, αλλά μετά από πολύωρες πιέσεις και διαπραγματεύσεις ενδίδει. Φυσικά, ο έφηβος δεν ασχολείται ποτέ με τους βαθμούς του στο σχολείο…      

Το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι γονείς με τους εφήβους τους είναι ότι παραγνωρίζουν λίγο ως πολύ τη σημασία του ελέγχου και, φυσικά, της οριοθέτησης. Αν και μεγαλύτερος και πιο ώριμος από ένα παιδί, ο έφηβος έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη τόσο τη διάσταση του ελέγχου, όσο και τη διάσταση της αγάπης και της στοργής στη διαπαιδαγώγηση. Ο γονιός που ασκεί έλεγχο με αγάπη, θα μπορέσει να εφαρμόσει την οριοθέτηση αποτελεσματικά. Τα λάθη του γονιού στο παραπάνω παράδειγμα είναι εμφανή: κανένα στοιχείο της εφαρμογής σωστής οριοθέτησης δεν τηρήθηκε.

Στην εφηβεία, η χειραγώγηση είναι πολύ πιο έντονη, διότι ο έφηβος είναι εφοδιασμένος με περισσότερες γνωστικές και λεκτικές ικανότητες και πιο «επεξεργασμένες» κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Μπορεί να επιχειρηματολογεί πιο εύστοχα, εφόσον κάνει χρήση του αφαιρετικού συλλογισμού, να είναι περισσότερο πειστικός και επίμονος. Επιπλέον, είναι δεινός διαπραγματευτής, κάτι που συχνά προκαλεί τον «κρυφό» θαυμασμό των γονιών.

Στην προσπάθεια χειραγώγησής του, ο έφηβος μπορεί να χρησιμοποιεί την κολακεία (μαμά μου / μπαμπά μου εγώ που τόσο σ’ αγαπώ…), την κατ’ επίφαση λογική επιχειρηματολογία (έχει αποδειχθεί ότι…), τις υποσχέσεις για μελλοντική επανόρθωση (αν μου το κάνεις αυτό, σου υπόσχομαι ότι…), την ανταλλάξιμη αμοιβή (αν μου κάνεις αυτό, θα σου κάνω αυτό…), τα ψέματα (φυσικά και το έχω κάνει αυτό, ή, φυσικά θα το κάνω αυτό, ή, φυσικά και αυτό ισχύει…).

Ο γονιός χρειάζεται να είναι ειλικρινής. Επιπλέον, ακόμη κι αν δεν έχει εκπονήσει την οριοθέτηση ως την εφηβεία, έστω κι αν είναι δύσκολο σε αυτή την εξελικτική περίοδο, χρειάζεται να το πράξει. Έτσι, θα βοηθηθεί να ασκήσει αποτελεσματικά το ρόλο του, χωρίς να παραπαίει ανάμεσα στην ανεκτικότητα και την αυταρχικότητα, που αποτελούν παρεπόμενα των παιχνιδιών εξουσίας. Χρειάζεται να είναι ειλικρινής με το παιδί του, να επιδεικνύει αποδοχή και εμπιστοσύνη, να είναι σταθερός και συνεπής. Ο γονιός που αποτελεί σταθερή και συνεπής παρουσία στη ζωή του παιδιού και που εκπονεί την οριοθέτηση, παρέχει στο παιδί ασφάλεια και το βοηθά να κάνει συνειδητές επιλογές στη ζωή του, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Από την πλευρά του γονιού, χρειάζεται αναμφισβήτητα ένα σταθερό σύστημα αξιών, το οποίο θα στηρίζει τις απόψεις και τις επιλογές του. Στο σύστημα αξιών θα βασιστούν και τα συναισθήματά του, η αναγνώριση, η έκφραση και η παραγωγική διαχείριση των οποίων αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική επικοινωνία του με το παιδί και τον έφηβο.  

Βασιλική Παππά, MSc, PhD,

Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων.

www.sxolesgonewn.gr

www.emotionalintelligence.gr