Το Παραμύθι της Συναισθηματικής Νοημοσύνης

Το Παραμύθι της Συναισθηματικής Νοημοσύνης

001-e1465061897144-1024x745

Το παραμύθι της ζεστής χνουδομπαλίτσας (A Warm Fuzzy Tale)

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, ζούσαν δύο πολύ ευτυχισμένοι άνθρωποι που τους έλεγαν Τιμ και Μάγκυ… μαζί με τα δύο τους παιδιά, τον Τζων και τη Λούσυ.

Για να καταλάβετε πόσο ευτυχισμένοι ήταν, πρέπει να καταλάβετε πώς ήταν τα πράγματα τον καιρό εκείνο.

Βλέπετε, εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες, όταν κάποιο παιδάκι γεννιόταν, του έδιναν μία μικρή, μαλακή, χνουδωτή τσάντα. Κάθε φορά που κάποιος έβαζε το χέρι του μέσα στην τσάντα, μπορούσε να βγάλει από εκεί μία ζεστή χνουδωτή μπαλίτσα.

Οι ζεστές χνουδομπαλίτσες είχαν πολύ μεγάλη ζήτηση, γιατί όποτε κάποιος έπαιρνε μία από αυτές, ένιωθε ζεστός και ευτυχισμένος.

Οι άνθρωποι που δεν έπαιρναν συχνά ζεστές χνουδομπαλίτσες κινδύνευαν ν’ αρρωστήσουν από μια αρρώστια στη μέση τους που τους έκανε να ζαρώνουν και να πεθαίνουν.

Εκείνο τον καιρό ήταν πολύ εύκολο να αποκτήσει κάποιος ζεστές χνουδομπαλίτσες. Κάθε φορά που κάποιος το επιθυμούσε, μπορούσε να πάει σε κάποιον και να του πει: «Θα ήθελα να έχω μία ζεστή χνουδομπαλίτσα».

Τότε ο άλλος έβαζε το χέρι του μέσα στην τσάντα του και έβγαζε μία χνουδομπαλίτσα, όση είναι το χεράκι ενός μικρού κοριτσιού. Μόλις η χνουδομπαλίτσα έβγαινε στο φως της ημέρας, χαμογελούσε και φούσκωνε και γινόταν μία μεγάλη, αφράτη, ζεστή χνουδόμπαλα.

Και μετά, βάζοντάς την πάνω στον ώμο, στο κεφάλι, ή στα γόνατα του άλλου, αυτή μίκραινε και έλιωνε μόλις άγγιζε το δέρμα του και τον έκανε να νιώθει πολύ όμορφα.

Οι άνθρωποι πάντοτε ζητούσαν ο ένας από τον άλλο ζεστές χνουδομπαλίτσες και αφού αυτές πάντοτε δίνονταν δωρεάν, το να έχει κάποιος αρκετές χνουδομπαλίτσες δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Υπήρχαν πάντοτε τόσο πολλές που έφταναν για όλους και επομένως όλοι ήταν χαρούμενοι και ένιωθαν ζεστοί και ευτυχισμένοι τον περισσότερο καιρό.

Μια μέρα, μια κακιά μάγισσα θύμωσε γιατί όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι, που κανείς τους δεν αγόραζε μαγικά φίλτρα και γιατρικά.

Η μάγισσα ήταν πολύ έξυπνη και επινόησε ένα πολύ κακό σχέδιο.

Ένα όμορφο πρωινό η μάγισσα πλησίασε αθόρυβα τον Τιμ, ενώ η Μάγκυ έπαιζε με την κόρη τους και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίτα εδώ, Τιμ, κοίτα όλες τις χνουδομπαλίτσες που δίνει η Μάγκυ στη Λούσυ. Ξέρεις, αν συνεχίσει να το κάνει αυτό, τελικά θα της τελειώσουν και τότε δεν θα της έχουν μείνει άλλες για σένα».

Ο Τιμ έμεινε έκπληκτος. Γύρισε προς τη μάγισσα και είπε: «Θέλεις να μου πεις ότι δεν υπάρχει μία ζεστή χνουδομπαλίτσα στην τσάντα μας κάθε φορά που την ανοίγουμε;» Και η μάγισσα είπε: «Όχι, και βέβαια όχι, και μόλις σου τελειώσουν, αυτό είναι. Δεν θα έχεις άλλες πια». Λέγοντας αυτό, η μάγισσα πέταξε μακριά με τη σκούπα της, χασκογελώντας και κοροϊδεύοντας.

Ο Τιμ πήρε κατάκαρδα όσα του είπε και άρχισε να παρατηρεί κάθε φορά που η Μάγκυ έδινε μια ζεστή χνουδομπαλίτσα σε κάποιον άλλο. Ανησυχούσε και στενοχωριόταν πολύ γιατί του άρεσαν πάρα πολύ οι ζεστές χνουδομπαλίτσες της Μάγκυ και δεν ήθελε να τις χάσει. Ασφαλώς δεν πίστευε ότι ήταν σωστό να ξοδεύει η Μάγκυ όλες τις ζεστές της χνουδομπαλίτσες στα παιδιά και σε άλλους ανθρώπους.

Άρχισε να παραπονιέται κάθε φορά που έβλεπε τη Μάγκυ να δίνει μία ζεστή χνουδομπαλίτσα σε κάποιον άλλο και επειδή η Μάγκυ τον αγαπούσε πάρα πολύ, σταμάτησε να δίνει ζεστές χνουδομπαλίτσες σε άλλους ανθρώπους τόσο συχνά και τις κρατούσε μόνο γι’ αυτόν.

Τα παιδιά το έβλεπαν αυτό και γρήγορα άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι ήταν λάθος να μοιράζουν ζεστές χνουδομπαλίτσες κάθε φορά που τους τις ζητούσαν, ή κάθε φορά που ένιωθαν ότι ήθελαν να τις μοιράσουν.

Επίσης έγιναν πολύ προσεκτικά. Παρακολουθούσαν πολύ στενά τους γονείς τους και, όποτε ένιωθαν ότι αυτοί έδιναν πάρα πολλές χνουδομπαλίτσες στους άλλους, άρχισαν κι αυτά να φέρνουν αντιρρήσεις. Άρχισαν να ανησυχούν όποτε εκείνοι μοίραζαν πάρα πολλές από αυτές.

Παρόλο που κάθε φορά που έβαζαν το χέρι στην τσάντα τους, έβρισκαν μία καινούργια, ζεστή χνουδομπαλίτσα, άρχισαν πια να βάζουν το χέρι τους στην τσάντα όλο και λιγότερο και να γίνονται όλο και πιο τσιγκούνικα. Γρήγορα οι άνθρωποι άρχισαν να παρατηρούν την έλλειψη από τις ζεστές χνουδωτές μπαλίτσες και άρχισαν να νιώθουν λιγότερο ζεστοί και λιγότερο χαρούμενοι. Άρχισαν να συρρικνώνονται και μερικές φορές πέθαιναν γιατί τους έλειπαν οι ζεστές χνουδομπαλίτσες.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πήγαιναν στη μάγισσα να αγοράσουν φίλτρα και γιατρικά, όσο κι αν αυτά δε φαινόταν να είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Η κατάσταση γινόταν πράγματι πολύ σοβαρή. Η κακιά μάγισσα δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πεθαίνουν οι άνθρωποι (αφού οι πεθαμένοι δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν φίλτρα και γιατρικά) κι έτσι επινόησε ένα νέο σχέδιο.

Έδινε σε όλους μία τσάντα που έμοιαζε πολύ με τη χνουδωτή τσάντα, αλλά αυτή ήταν κρύα, ενώ η χνουδωτή τσάντα ήταν ζεστή. Μέσα στην τσάντα της μάγισσας βρίσκονταν κρύες αγκαθόμπαλες. Αυτές οι κρύες αγκαθόμπαλες δεν έκαναν τους ανθρώπους να νιώθουν ζεστοί και χαρούμενοι, αλλά αντίθετα τους έκαναν να νιώθουν κρύοι και κατσούφηδες.

Προστάτευαν όμως πράγματι τη μέση των ανθρώπων και δεν τους έκαναν να συρρικνώνονται. Έτσι, από κείνη τη στιγμή και μετά, κάθε φορά που κάποιος έλεγε: «Θέλω μία ζεστή χνουδομπαλίτσα», οι άνθρωποι, που ανησυχούσαν μήπως εξαντληθούν τα εφόδιά τους, έλεγαν: «Δεν μπορώ να σου δώσω μία ζεστή χνουδομπαλίτσα, αλλά θα ήθελες μία κρύα αγκαθόμπαλα;»

Μερικές φορές, δύο άνθρωποι που πήγαιναν ο ένας προς το μέρος του άλλου, σκέφτονταν ότι θα μπορούσαν να αποκτήσουν μία ζεστή χνουδομπαλίτσα, αλλά είτε ο ένας, είτε ο άλλος, άλλαζαν γνώμη και κατέληγαν να ανταλλάσσουν κρύες αγκαθόμπαλες. Έτσι, ενώ πολύ λίγοι άνθρωποι πέθαιναν, πάρα πολλοί άνθρωποι συνέχιζαν να είναι δυστυχισμένοι και ένιωθαν πολύ κρύοι και κατσούφηδες.

Η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Οι ζεστές χνουδομπαλίτσες, οι οποίες ήταν κάποτε δωρεάν σαν τον αέρα που αναπνέουμε, έγιναν υπερβολικά πολύτιμες.

Αυτό έκανε τους ανθρώπους να κάνουν το καθετί για να τις αποκτήσουν. Πριν εμφανιστεί η μάγισσα, συνήθιζαν να μαζεύονται σε παρέες, τρεις, τέσσερις, ή πέντε μαζί, δίχως ποτέ να νοιάζονται και πολύ για το ποιος δίνει σε ποιον ζεστές χνουδομπαλίτσες. Μετά τον ερχομό της μάγισσας, οι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν δυο-δυο και να κρατάνε όλες τις ζεστές χνουδόμπαλές τους αποκλειστικά ο ένας για τον άλλο. Οι άνθρωποι που ξεχνιούνταν και έδιναν μια χνουδόμπαλα σε κάποιον άλλον ένιωθαν ένοχοι γιατί ήξεραν ότι ο σύντροφός τους μάλλον θα ένιωθε πικρία για την απώλεια. Όσοι δεν μπορούσαν να βρουν ένα γενναιόδωρο σύντροφο έπρεπε να αγοράζουν τις χνουδομπαλίτσες τους και εργάζονταν υπερωρίες για να κερδίσουν τα χρήματα αυτά. Κάτι άλλο που συνέβη ήταν ότι μερικοί άνθρωποι έπαιρναν κρύες αγκαθόμπαλες – οι οποίες ήταν ατελείωτες και υπήρχαν δωρεάν – τους έβαζαν ένα λευκό και χνουδωτό κάλυμμα και τις έδιναν για ζεστές χνουδομπαλίτσες.

Αυτές οι ψεύτικες ζεστές χνουδόμπαλες ήταν στην πραγματικότητα πλαστικές χνουδόμπαλες και προκαλούσαν επιπλέον δυσκολίες. Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι συναντιούνταν και αντάλλασσαν ελεύθερα πλαστικές χνουδόμπαλες, οι οποίες υποτίθεται ότι θα τους έκαναν να νιώσουν όμορφα, αλλά αντίθετα εκείνοι ένιωθαν άσχημα. Εφόσον πίστευαν ότι είχαν ανταλλάξει ζεστές χνουδομπαλίτσες, οι άνθρωποι μπερδεύονταν πάρα πολύ σχετικά μ’ αυτό, δίχως ποτέ να συνειδητοποιούν ότι τα κρύα, γεμάτα αγκάθια αισθήματά τους ήταν πράγματι το αποτέλεσμα του ότι τους είχαν δώσει πάρα πολλές πλαστικές χνουδόμπαλες.

Κι έτσι η κατάσταση ήταν πολύ μα πολύ άσχημη και όλα άρχισαν εξαιτίας του ερχομού της μάγισσας που έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι κάποια μέρα, εκεί που δε θα το περίμεναν, ίσως άνοιγαν τη ζεστή χνουδωτή τους τσάντα και δεν έβρισκαν καμία άλλη πια.

Πριν από λίγο καιρό, μία αξιαγάπητη δυνατή γυναίκα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο έφτασε σ’ αυτή τη δυστυχισμένη πόλη.

Έμοιαζε να μην είχε ακούσει για τη μάγισσα και δεν ανησυχούσε μήπως της τελειώσουν οι ζεστές χνουδομπαλίτσες της.

Τις μοίραζε ελεύθερα, ακόμα κι όταν δεν της το ζητούσαν. Οι άνθρωποι την ονόμαζαν «Χαρούμενη Γυναίκα» και κάποιοι την κατηγορούσαν γιατί έδινε στα παιδιά την ιδέα ότι δεν θα έπρεπε ν’ ανησυχούν μήπως τους τελειώσουν οι ζεστές χνουδομπαλίτσες.

Στα παιδιά άρεσε πάρα πολύ γιατί ένιωθαν καλά όταν βρίσκονταν γύρω της. Κι αυτά άρχισαν τότε να μοιράζουν ζεστές χνουδομπαλίτσες, όποτε ένιωθαν ότι το ήθελαν.

Οι μεγάλοι ανησύχησαν κι αποφάσισαν να ψηφίσουν ένα νόμο ώστε να προστατέψουν τα παιδιά από το να ξοδεύουν τα αποθέματά τους από ζεστές χνουδομπαλίτσες. Ο νόμος έλεγε ότι είναι ποινικό αδίκημα να μοιράζει κάποιος ζεστές χνουδομπαλίτσες απρόσεκτα, χωρίς άδεια.

Πολλά παιδιά, ωστόσο, έμοιαζαν να μην το ξέρουν ή να μην τα νοιάζει και παρά το νόμο συνέχιζαν να δίνουν το ένα στο άλλο ζεστές χνουδόμπαλες όποτε ήθελαν και κάθε φορά που τους τις ζητούσαν.

Επειδή υπήρχαν πολλά-πολλά παιδιά – σχεδόν τόσο πολλά, όσα και οι μεγάλοι – άρχισε να φαίνεται ότι ίσως τα παιδιά έκαναν το δικό τους.

Όσο για τώρα είναι δύσκολο να πούμε τι θα συμβεί. Θα σταματήσει η δύναμη του νόμου τα παιδιά; Οι μεγάλοι θ’ ακολουθήσουν το παράδειγμα της Χαρούμενης Γυναίκας και των παιδιών, ώστε να έχουν πάντοτε τόσο πολλές ζεστές χνουδομπαλίτσες όσες χρειάζονται;

Θα αρχίσουν ο Τιμ και η Μάγκυ – για να θυμηθούμε τον καιρό που ήταν τόσο ευτυχισμένοι και που οι ζεστές χνουδομπαλίτσες ήταν ατελείωτες – να μοιράζουν ζεστές χνουδομπαλίτσες ελεύθερα ξανά;

Η διαμάχη εξαπλώθηκε σ’ όλη τη χώρα και πιθανόν να φτάσει κι εκεί όπου εσείς ζείτε. Αν το θέλετε – και ελπίζω ότι το θέλετε – μπορείτε κι εσείς να πάρετε μέρος με το να δίνετε και να ζητάτε ελεύθερα ζεστές χνουδομπαλίτσες και με το να είστε όσο πιο στοργικοί και υγιείς μπορείτε.

Steiner, C. (1979). The Original Warm Fuzzy Tale. Jalmar Press.

(Μετάφραση: Βασιλική Παππά)