Η πρωτοκοινωνική συμπεριφορά των παιδιών

Με τον όρο πρωτοκοινωνική συμπεριφορά αναφερόμαστε στην ηθελημένη συμπεριφορά που έχει ως σκοπό να ωφελήσει ή να ευεργετήσει τους άλλους. Η πρωτοκοινωνική ή φιλοκοινωνική ή θετική κοινωνική συμπεριφορά αφορά το μοίρασμα, την επίδειξη βοήθειας, φροντίδας ή συμπόνιας (Eisenberg, Spinrad & Knafo-Noam, 2015). Όπως η επιθετική συμπεριφορά πηγάζει από τον θυμό, έτσι και η πρωτοκοινωνική συμπεριφορά πηγάζει από την ενσυναίσθηση και τη συμπάθεια (Lightfoot, Cole & Cole, 2014). Οι θετικές κοινωνικές συμπεριφορές εμφανίζονται νωρίς στη ζωή του ατόμου. Από τη στιγμή που τα βρέφη αρχίζουν να μπουσουλούν επιδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορές (Hay & Cook, 2007). Η εμφάνιση αυτών των συμπεριφορών κατά τη βρεφική ηλικία έχει οδηγήσει στη διαπίστωση ότι τα βρέφη γεννιούνται με την προδιάθεση για ηθικότητα και αλτρουισμό (Wynn & Bloom, 2014. Vanish & Tomasello, 2014).

Κατά τη βρεφική και τη νηπιακή ηλικία, οι πιο χαρακτηριστικές φιλοκοινωνικές συμπεριφορές είναι η επίδειξη βοήθειας, το μοίρασμα και η επίδειξη ενδιαφέροντος. Πρόκειται για την πρώτη επίδειξη αλτρουισμού. Κατά τους 12 μήνες τα παιδιά αρχίζουν να δείχνουν με το δάκτυλο, ενημερώνοντας τον γονιό για πράγματα ή γεγονότα που δεν έχουν πέσει στην αντίληψή του. Επίσης, θα προσφέρουν στον γονιό βοήθεια στην εκτέλεση καθηκόντων, όπως το να τον βοηθήσουν πιάσει ένα αντικείμενο που βρίσκεται πιο μακριά (Hepach, Vanish & Tomasello, 2013). Σταδιακά, μετά τον 12ο μήνα, το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορές μοιράσματος ή παραχώρησης, όπως το να προσφέρει στον άλλο για λίγο ένα αντικείμενο που κρατά. Αυτές οι συμπεριφορές μειώνονται σταδιακά από τους 18 ως τους 30 μήνες, αλλά γίνονται πιο στοχευμένες και επιλεκτικές (Lehalle & Mellier, 2009). Καθώς πλησιάζουν την ηλικία των τριών χρόνων, τα παιδιά νηπιακής ηλικίας είναι περισσότερο σε θέση να παρηγορήσουν άτομα που βλέπουν να υποφέρουν, όπως αγκαλιάζοντας κάποιον που πονάει, ή να μοιραστούν πράγματα με κάποιον που βλέπουν ότι τα χρειάζεται, για παράδειγμα τροφή ή παιχνίδι (Brownell, Iesue, Nichols & Svetlova, 2013). Όσον αφορά την παρηγοριά, τα παιδιά κάτω των 5 ετών έχουν την τάση να παρηγορούν όταν θέλουν να μειώσουν τη θλίψη τους που προκλήθηκε από την επίδειξη της θλίψης του άλλου και όχι τόσο για να επιδείξουν αλτρουισμό (Lehalle & Mellier, 2009).

Αυτές οι πρώιμες θετικές κοινωνικές συμπεριφορές δε φαίνεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο, ωστόσο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί συνήθως αναφέρουν ότι τα κορίτσια κατά τη μέση παιδική ηλικία έχουν την τάση να είναι πιο παρηγορητικά από τα αγόρια ενώ τα αγόρια επιδίδονται σε επίδειξη ενδιαφέροντος προς τον άλλο με πιο ριψοκίνδυνες συμπεριφορές (Becker & Eagly, 2004). Οι θετικές κοινωνικές συμπεριφορές των βρεφών έχει βρεθεί ότι δεν παρουσιάζουν διαπολιτισμικές διαφορές (Eisenberg, Spinrad & Morris, 2014). Η φιλοκοινωνική συμπεριφορά των παιδιών υποστηρίζεται από την ενσυναίσθηση, η οποία εκδηλώνεται με το κλάμα των βρεφών στο άκουσμα του κλάματος άλλων βρεφών (Nichols, Svetlova & Brownell, 2014). Κατά την ηλικία των 15 μηνών ως 20 μηνών τα βρέφη μιμούνται τη συμπεριφορά του ατόμου που δυσφορεί, για παράδειγμα υιοθετώντας την ίδια στάση σώματος. Από τους 16 μήνες τα παιδιά επιδεικνύουν περισσότερες φιλοκοινωνικές συμπεριφορές παρηγοριάς, για παράδειγμα προσφέρουν το μπιμπερό τους στη μητέρα τους όταν είναι κουρασμένη ή της δίνουν το αρκουδάκι τους (Lehalle & Mellier, 2009). Στα νήπια, η ενσυναίσθηση εκδηλώνεται με την επίδειξη παρηγοριάς προς τους άλλους (Hoffman, 2000).

Άλλες μορφές πρωτοκοινωνικής συμπεριφοράς, όπως οι προσπάθειες των παιδιών να βοηθήσουν τους ενήλικες σε δουλειές στο σπίτι, μπορεί να προκύψουν από την επιθυμία των μικρών παιδιών για δημιουργία δεσμών μέσα από την εκτέλεση των καθηκόντων των ενηλίκων (Carpendale, Kettner & Audet, 2014). Καθώς το παιδί μεγαλώνει, τα κίνητρα για μια θετική κοινωνική συμπεριφορά διαφοροποιούνται. Για παράδειγμα, το τάισμα ενός κατοικίδιου μπορεί να είναι διασκεδαστικό για ένα μικρό παιδί και σταδιακά να κινητοποιείται από μια αίσθηση υπευθυνότητας και ενδιαφέροντος για το κατοικίδιο (Laible & Karahuta, 2014).

Ως την ηλικία των 4 ετών τα παιδιά αναλογίζονται περισσότερο τόσο τις δικές τους πράξεις όσο και των άλλων (Paulus, 2015). Κατά τη διάρκεια της πρώιμης και της μέσης παιδικής ηλικίας οι συνομήλικοι –εκτός από τους γονείς– διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση θετικών κοινωνικών συμπεριφορών (Evans & Lee, 2014). Καθώς τα παιδιά αρχίζουν να κατανοούν τα συναισθήματα των παιδιών της ηλικίας τους και τις προσδοκίες των δασκάλων τους, αρχίζουν να επιδίδονται σε ψέματα θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς για να προστατεύσουν τα συναισθήματα του άλλου (Jambon & Smetana, 2014).

Κατά τη διάρκεια της πρώιμης εφηβικής ηλικίας η θετική κοινωνική συμπεριφορά τείνει να εξασθενεί αλλά αργότερα επανέρχεται (Sokol, Hammond, Kuebli & Sweetman, 2015). Σιγά σιγά και καθώς οι έφηβοι γίνονται κοινωνικά ανεξάρτητοι εμφανίζεται μια νέα μορφή θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς, αυτής του εθελοντισμού, η οποία συσχετίζεται με ενασχόληση με τα κοινά και στην κατοπινή ενήλικη ζωή (Freund & Blanchard-Fields, 2014).

Κατά τη διάρκεια όλου του φάσματος της ζωής, οι θετικές κοινωνικές συμπεριφορές εξελίσσονται και εμπλουτίζονται σε μορφή και λειτουργικότητα, εξυπηρετώντας πολλούς σκοπούς από την απλή χαρά και την οικοδόμηση σχέσεων ως την προώθηση της φήμης και τις σαφώς ηθικές επιδιώξεις (Vanish & Tomasello, 2014). 

Κατά την ενήλικη ζωή, η θετική κοινωνική συμπεριφορά παίρνει διαφορετική μορφή. Οι ενήλικοι έχουν πρόσβαση σε περισσότερα υλικά αγαθά, σε περισσότερες πηγές γνώσης και έχουν πολύ περισσότερη αυτονομία. Οι ενήλικοι μπορεί να αποτελέσουν παραδείγματα ηθικότητας, επιδεικνύοντας εξαιρετική ηθική δέσμευση ή ηρωική αυτοθυσία (Hart, Atkins & Donnelly, 2006). Ωστόσο, οι σχετικές έρευνες της κοινωνικής ψυχολογίας υποδηλώνουν ότι οι ενήλικοι δεν είναι οπωσδήποτε πιο φιλοκοινωνικοί από τα παιδιά και τους ενήλικες. Για  παράδειγμα, οι έρευνες που έχουν ασχοληθεί με την επίδειξη συμπεριφορών των ενηλίκων όταν βρίσκονται μέσα σε πλήθος, υποδηλώνουν ότι σε τέτοια συνθήκη οι ενήλικες είναι λιγότερο πιθανό να επιδείξουν θετικές κοινωνικές συμπεριφορές βοήθειας προς τον συνάνθρωπο (Pettygrove, Hammond, Karahuta, Waugh & Brownell, 2013). 

Σύμφωνα με μία άποψη (Penner & Orom, 2010) κάθε άτομο χαρακτηρίζεται από έναν ευρύτερο προσανατολισμό πρωτοκοινωνικής συμπεριφοράς (prosocial personality orientation). Οι σχετικές έρευνες υποδεικνύουν δύο μείζονα χαρακτηριστικά προσωπικότητας που συσχετίζονται με την πρωτοκοινωνική συμπεριφορά. Το ένα χαρακτηριστικό ονομάζεται ενσυναίσθηση με άλλο προσανατολισμό (other-oriented empathy), που αποδίδεται στους ανθρώπους που έχουν έντονη αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας και που συναισθάνονται τα άτομα που βρίσκονται σε δυσχερή θέση και έχουν μια υψηλή αίσθηση του καθήκοντος να τα βοηθήσουν. Το άλλο χαρακτηριστικό είναι η επίδειξη βοήθειας (helpfulness) και είναι προσανατολισμένο περισσότερο συμπεριφορικά. Τα άτομα αυτά είχαν επιδείξει βοήθεια κατά το παρελθόν την οποία θεωρούν αποτελεσματική και καθώς πιστεύουν ότι μπορούν να είναι αποτελεσματική η βοήθεια που παρέχουν, ςίναι πιο πιθανό να παράσχουν βοήθεια και στο μέλλον.

Γενικά, το θεμέλιο της πρωτοκοινωνικής συμπεριφοράς είναι η ενσυναίσθηση. Σύμφωνα με τον Hoffman (2000) τα παιδιά νιώθουν ενσυναίσθηση για τους άλλους σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο, καθώς μεγαλώνουν, η ενσυναίσθησή τους εξελίσσεται. Από την άλλη, αρκετές έρευνες υποστηρίζουν ότι θεμέλιο της πρωτοκοινωνικής συμπεριφοράς είναι η συμπάθεια (Eisenberg και συν., 2007), υποστηρίζοντας ότι η ενσυναίσθηση συχνά μετατρέπεται σε συμπάθεια ή/και προσωπική αγωνία. Η συμπάθεια αφορά συναισθήματα θλίψης και ανησυχίας για το άλλο άτομο, ενώ η προσωπική αγωνία αφορά συναισθήματα επικεντρωμένα στον εαυτό. Η συμπάθεια ωθεί σε πρωτοκοινωνικές συμπεριφορές, ενώ η προσωπική αγωνία συνήθως όχι. Ο παράγοντας που διαμορφώνει την αρχική ενσυναίσθηση σε συμπάθεια ή προσωπική αγωνία είναι η συναισθηματική αυτορρύθμιση. Τα παιδιά που μπορούν να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους πιο αποτελεσματικά συνήθως βιώνουν συμπάθεια. 

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι στην εκμάθηση θετικών συμπεριφορών σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι γονείς και οι «σημαντικοί άλλοι», όταν αυτοί παρέχουν στο παιδί θετική ενίσχυση για το γεγονός ότι έχει συμπεριφερθεί με ηθικά ενδεδειγμένο τρόπο. Όταν, για παράδειγμα ο γονιός επαινεί το παιδί του διότι μοιράστηκε το παιχνίδι του με το αδελφάκι του ή με ένα άλλο παιδί, το παιδί είναι πολύ πιθανό να επαναλάβει αυτή τη συμπεριφορά και στο μέλλον. Ωστόσο, η προσέγγιση της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει θετική ενίσχυση για την επίδειξη θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς το παιδί μαθαίνει τις συμπεριφορές αυτές και με πιο έμμεσους τρόπους, δηλαδή με την παρατήρηση της συμπεριφοράς των άλλων, που αποτελούν γι’ αυτό πρότυπα συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, όταν ένας φίλος παρατηρήσει τη συμπεριφορά του παραπάνω παιδιού και δει τη συμπεριφορά αυτή να επαινείται, είναι πολύ πιθανό να επαναλάβει και ο ίδιος τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Γενικά, η μίμηση προτύπου βοηθά το παιδί στη διαμόρφωση κανόνων και αρχών, ειδικά στο τέλος της προσχολικής ηλικίας που αρχίζει να διαμορφώνει κάποιες γενικές αρχές συμπεριφοράς και αυτή η διαδικασία ονομάζεται «αφαιρετική μίμηση προτύπου» (Feldman, 2009). Ο ρόλος των γονέων στη διαμόρφωση της θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικός. Μέσω του διαλόγου τον οποίο μπορούν να διεξάγουν με τα παιδιά τους από τη νηπιακή ακόμα ηλικία, οι γονείς μπορούν να μιλήσουν σχετικά με τα συναισθήματα των άλλων (για παράδειγμα, στενοχωρημένος, λυπημένος), ενισχύοντας την εμπλοκή των παιδιών σε συμβάντα που ενδείκνυνται για την επίδειξη θετικών κοινωνικών συμπεριφορών αλλά και για την κοινωνική μάθηση (Waugh, Brownell & Pollock, 2015).

Συμπερασματικά, η θετική κοινωνική συμπεριφορά του βρέφους δεν είναι ούτε εντελώς διαφορετική από εκείνη του ενηλίκου, ούτε είναι ταυτόσημη. Επιπλέον, η φιλοκοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου μπορεί να έχει διαφορετικά κίνητρα κατά τη διάρκεια της ζωής του και να εξυπηρετεί διαφορετικές λειτουργίες. Σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου και τις εμπειρίες ζωής, με την εξάσκηση συγκεκριμένων συμπεριφορών μπορεί να αποκτήσει την ηθική της μορφή. 

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Becker, S.W., & Eagly, A.H. (2004). The heroism of women and men. American Psychologist, 59:163-178.

Brownell, C.A., Iesue, S.S., Nichols, S.R., & Svetlova, M. (2013). Mine or yours? development of sharing in toddlers in relation to ownership understanding. Child Development, 84(3):906-920.

Carpendale, J.I.M., Kettner, V.A., & Audet, K.N. (2014). On the nature of toddlers’ helping. Social Development, 24(2):357-366.

Eisenberg, N., Spinrad, T.L., & Knafo-Noam, A. (2015). Prosocial development. In: Lamb ME, ed. Handbook of child psychology and developmental science. 7th ed. Hoboken, NJ: Wiley, 610-656.

Eisenberg, N., Spinrad, T.L., & Morris, A. (2014). Empathy-related responding in children. In: Killen, M., Smetana, J.G. (eds). Handbook of moral development. 2nd ed. New York: Psychology Press, 184-207.

Evans, A.D., & Lee, K. (2014). Lying, morality, and development. In: Killen M, Smetana JG, eds. Handbook of moral development. 2nd ed. New York: Psychology Press, 361-384.

Feldman, R. (2009). Εξελικτική ψυχολογία. Δια βίου ανάπτυξη (Επιστ. Επιμ.: Η. Γ. Μπεζεβέγκης) Τόμος πρώτος. Αθήνα: Gutenberg.

Freund, A.M., & Blanchard-Fields, F. (2014). Age-related differences in altruism across adulthood: Making personal financial gain versus contributing to the public good. Developmental Psychology, 50(4):1125-1136.

Hart, D., Atkins, R., & Donnelly, T.M. (2006). Community service and moral development. In: Killen M, Smetana JG, eds. Handbook of moral development. Mahwah, NJ: Erlbaum, 633-656.