Φόβος είναι το συναίσθημα που βιώνει κάποιος ενόψει ενός επερχόμενου κινδύνου. Τον πυροδοτεί μια απειλή από το περιβάλλον, μια σύγκρουση στόχων ή έλλειψη πόρων. Χάρη στο φόβο, ο οργανισμός τίθεται σε κατάσταση ετοιμότητας για την αντιμετώπιση της απειλής, του κινδύνου. Στην ήπια έκφανσή του εκδηλώνεται ως επιφυλακτικότητα, ενώ στην πιο έντονη μορφή του μετατρέπεται σε τρόμο, πανικό. Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως δυσάρεστο, αρνητικό συναίσθημα.
Ο φόβος είναι επίσης ένα «ενοχοποιημένο» συναίσθημα. Πριν από το 1900 τα εγχειρίδια με οδηγίες προς τους γονείς τούς προειδοποιούσαν σχετικά με τους κινδύνους πρόκλησης φόβου στα παιδιά και δεν ασχολούνταν καθόλου με το θέμα της αντιμετώπισης των φόβων. Ο στόχος ήταν να εμπνευστούν τα παιδιά –και ιδιαίτερα τα αγόρια– και να εφοδιαστούν με θάρρος, ώστε να υπερνικήσουν το φόβο. Τον 20ό αιώνα οι γονείς πήραν την πληροφόρηση ότι όχι μόνο δεν έπρεπε να τρομάζουν τα παιδιά τους, αλλά ότι χρειαζόταν να καταπνίγουν ακόμη και τα δικά τους συναισθήματα για να μην επηρεάζουν αρνητικά τα παιδιά. Ο γνωστός δόκτωρ Spock τόνισε ότι οι φόβοι των παιδιών θα έπρεπε να αποφεύγονται. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έκαναν την εμφάνισή τους ιστορίες για παιδιά με ήρωες που δεν ένιωθαν καθόλου φόβο. Στο δυτικό κόσμο, επικρατεί η άποψη ότι τα συναισθήματα είναι γενικά αυθόρμητα και ότι πρέπει να τα εκφράζουμε, με εξαίρεση το φόβο.
Ο φόβος αναφέρεται σε συναισθήματα που προκαλούνται από υπαρκτούς κινδύνους σε αντίθεση με το άγχος και τις φοβίες, που δεν προκαλούνται από υπαρκτούς κινδύνους και πραγματικές απειλές. Ο φόβος συνοδεύεται από μια σειρά βιολογικών αλλαγών που πηγή προέλευσής τους έχουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα, όπως η αύξηση των καρδιακών παλμών, η αύξηση του ρυθμού της αναπνοής, η ένταση ή οι συσπάσεις των μυών, η εφίδρωση, η ξηροστομία. Καθώς το αίμα ξαφνικά αλλάζει ροή κατευθυνόμενο προς τα μέρη του σώματος που χρειάζονται περισσότερη ενέργεια (μια αντίδραση γνωστή ως «fight or flight», η ξαφνική αυτή αλλαγή κατεύθυνσης από τον εγκεφαλικό φλοιό μπορεί να προκαλέσει λιποθυμία. Οι φόβοι εμφανίζονται στο άτομο πολύ νωρίς.
Στο εξελικτικό συνεχές του συναισθήματος του φόβου, ο όρος «επιφυλακτικότητα» περιγράφει τη συναισθηματική αντίδραση που προηγείται του καθαυτό φόβου, με άλλα λόγια αποτελεί το προστάδιο του φόβου. Η επιφυλακτικότητα κατά την πρώιμη βρεφική ηλικία ορίζεται ως αντίδραση στην αποτυχία αναγνώρισης, ιδιαίτερα μετά από επανειλημμένες προσπάθειες. Ο κατεξοχήν φόβος εμφανίζεται γύρω στον 9ο μήνα. Σύμφωνα με τον Emde, ο φόβος βασίζεται στο νόημα που το βρέφος προσδίδει στο γεγονός, αντλώντας στοιχεία από συναισθηματικά χρωματισμένες μνήμες.
Τα «στάδια» στην ανάπτυξη των πρώιμων αντιδράσεων φόβου
Σύμφωνα με τον Σράουφ, υπάρχουν τα εξής τρία στάδια στην ανάπτυξη των πρώιμων συναισθηματικών αντιδράσεων του φόβου:
1. Το «στάδιο» της υποχρεωτικής προσοχής:
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση των βρεφών δέκα έως δεκαπέντε ημερών, τα οποία έχει παρατηρηθεί ότι αναστατώνονται ύστερα από την αδιάσπαστη εστίαση της προσοχής σε ένα οπτικό ερέθισμα. Συνήθως, κατά τις πρώτες εβδομάδες, τα βρέφη εστιάζουν πολύ λίγο την προσοχή τους σε ένα οπτικό ερέθισμα. Όταν, περιστασιακά, εστιάσουν περισσότερο την προσοχή τους σε ένα οπτικό ερέθισμα, η περίοδος αυτής τους της αδράνειας ακολουθείται σταδιακά από αύξηση της δραστηριότητας και καταλήγει σε κλάμα. Πρόκειται για μία «αντανακλαστικού» τύπου αντίδραση, που δεν βασίζεται στο νόημα του ερεθίσματος. Είναι μία αντίδραση που αποτελεί πρόδρομο στάδιο του φόβου.
2. Το «στάδιο» της επιφυλακτικότητας:
Ύστερα από παρατεταμένη εστίαση της προσοχής τους (έως 30΄΄) στο ακίνητο, σοβαρό πρόσωπο ενός ξένου, τα βρέφη των τεσσάρων μηνών συχνά εκδηλώνουν μεγάλη ανησυχία και αναστάτωση. Τα βρέφη λίγων μηνών αδυνατούν να αφομοιώσουν το άγνωστο ερέθισμα. Κατά την περίοδο αυτή της ζωής τους, ένα άγνωστο ανθρώπινο πρόσωπο αποτελεί ένα ιδιαίτερα ελκυστικό ερέθισμα, πιθανότατα διότι το σχήμα του προσώπου έχει εγκατασταθεί στο μυαλό τους και έχει ήδη ασκήσει μεγάλη επίδραση αυτή την πρώιμη περίοδο. Τα βρέφη απομακρύνουν το βλέμμα τους από το πρόσωπο και μετά εστιάζουν εκ νέου στα μάτια του προσώπου. Η ένταση που προκαλείται από την επανειλημμένη ενασχόλησή τους με το άγνωστο πρόσωπο δεν μπορεί να ρυθμιστεί κι έτσι επέρχεται ξανά αναστάτωση. Σε αυτό το στάδιο παρατηρούμε τη συνύπαρξη γνωστών και άγνωστων στοιχείων σε ένα οπτικό ερέθισμα. Η επιφυλακτικότητα που παρατηρείται αυτή την περίοδο χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα: την υποκειμενική σχέση του βρέφους με το γεγονός, η οποία ξεκινά με επιφυλακτικότητα από την πλευρά του βρέφους και προσδιορίζεται από συναισθήματα δυσαρέσκειας. Επειδή το γεγονός δεν έχει συγκεκριμένο νόημα για το βρέφος, στο συγκεκριμένο στάδιο αποδίδεται ο όρος «επιφυλακτικότητα» και όχι φόβος.
3. Το «στάδιο» του φόβου:
Ο φόβος χαρακτηρίζεται από άμεσες αντιδράσεις, σε αντίθεση με την υποχρεωτική προσοχή και την επιφυλακτικότητα, όπου απαιτούνται τουλάχιστον 30΄΄ για την εκδήλωση αντίστοιχων αντιδράσεων. Πρόκειται για ένα αρνητικό συναίσθημα, μία κατηγορική αρνητική αντίδραση. «Ο φόβος δεν αποδίδεται στην αδυναμία αφομοίωσης ενός γεγονότος, αλλά στην ένταξη ενός γεγονότος σε ένα αρνητικό πλάνο» αναφέρει ο Σράουφ. Κατά τον 6ο μήνα, τα βρέφη εκδηλώνουν αρνητικές αντιδράσεις προς κάποιο ξένο πρόσωπο, χωρίς να το περιεργαστούν για πολύ. Πολλά βρέφη παρουσιάζουν τέτοιες αντιδράσεις από τον 9ο μήνα, ενώ σχεδόν όλα εκδηλώνουν αυτές τις αντιδράσεις κατά το πρώτο έτος. Όταν ξένα άτομα εισβάλλουν στο χώρο των βρεφών (π.χ. όταν τα παίρνουν απότομα αγκαλιά, αντί να τα προσεγγίσουν σταδιακά με ένα παιγνίδι ή μετά από μία παρατεταμένη περίοδο εξοικείωσης), τα βρέφη 10 έως 12 μηνών αντιδρούν αρνητικά. Γενικά, ο φόβος εμφανίζεται στον 9ο μήνα περίπου. Στο γνωστό πείραμα του «οπτικού γκρεμού» βρέθηκε ότι ενώ τα βρέφη 5 μηνών διέσχιζαν το γκρεμό, τα βρέφη 9 μηνών φοβούνταν όταν έφταναν στη βαθιά πλευρά του γκρεμού, οι καρδιακοί παλμοί τους αυξάνονταν, σταματούσαν και συχνά έκλαιγαν. Στον 9ο μήνα τα βρέφη είναι πλέον σε θέση να προσδώσουν αρνητικό νόημα στα εκάστοτε ερεθίσματα. Ο εγκέφαλός τους ωριμάζει σημαντικά, αλλάζει η συγκρότηση των φλοιομεταιχμιακών συστημάτων και επίσης παρατηρούνται αξιοσημείωτες αλλαγές στη διαημισφαιρική συνδετικότητα. Σύμφωνα με τον Campos, ο φόβος για τα ύψη δεν εμφανίζεται παρά μετά από κάποια εμπειρία των βρεφών με το μπουσούλημα – δεν είναι ένας εγγενής φόβος. Γι’ αυτό και στα πειράματά του τα βρέφη που μόλις είχαν αρχίσει να μπουσουλούν διέσχιζαν άφοβα τον «οπτικό γκρεμό», σε αντίθεση με τα βρέφη που είχαν αρχίσει να μπουσουλούν ένα ή δύο μήνες πριν. Οι εκφράσεις του προσώπου των γονιών τους, που τους περίμεναν στην άλλη άκρη του γκρεμού, μπορούσαν ωστόσο να τα ενθαρρύνουν να διασχίσουν τον «οπτικό γκρεμό», υπερνικώντας το φόβο τους.
Επιπλέον κατά το δεύτερο έτος συμβαίνουν περαιτέρω αναπτυξιακές αλλαγές του εγκεφάλου (π.χ. ωρίμαση του παρασυμπαθητικού συστήματος) που οδηγούν σε μία γενικότερη διάθεση φόβου. Ο γονιός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο αρνητικό νόημα που το βρέφος προσδίδει στα γεγονότα. Στο πείραμα του «οπτικού γκρεμού» η συναισθηματική κατάσταση της μητέρας, όπως εκδηλωνόταν από την έκφραση του προσώπου της, επηρέαζε πολύ τη συμπεριφορά βρεφών 12 μηνών. Όταν η μητέρα έδειχνε φόβο, τα βρέφη αρνούνταν να διασχίσουν τον γκρεμό, ενώ υπήρχε κάποια αρνητική συσχέτιση όταν η μητέρα ήταν θυμωμένη ή λυπημένη. Όταν η μητέρα έδειχνε χαρούμενη, τα βρέφη «συντονίζονταν» με το συναίσθημά της και έφερναν σε πέρας με επιτυχία τη δοκιμασία του γκρεμού. Η βλεμματική αναζήτηση του γονιού από το βρέφος για συναισθηματική επιβεβαίωση χαρακτηρίζεται ως «κοινωνική αναφορά» (social referencing). Συγκεκριμένα με τον όρο «κοινωνική αναφορά» περιγράφεται η διαδικασία κατά την οποία τα βρέφη αναζητούν πληροφορίες συναισθηματικού περιεχομένου από άλλους, ώστε να ερμηνεύσουν αμφίσημα αντικείμενα και γεγονότα και κατόπιν να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες αυτές για να δράσουν.
Η δυνάμει εμφάνιση φόβου επηρεάζεται επίσης σημαντικά από την προβλεψιμότητα και την ελεγξιμότητα. Όταν σε ένα βρέφος δίνεται η δυνατότητα ελέγχου ενός μηχανικού παιγνιδιού, αυτό παύει να φοβάται. Οι αντιδράσεις ενόψει ξένων το δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους παρουσιάζουν ομοιότητες άλλοτε με το άγχος και άλλοτε με το φόβο. Απέναντι σε ξένους, τα βρέφη μπορεί να είναι τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Χαμογελούν συνήθως σε ξένους που βρίσκονται στην άλλη άκρη του δωματίου, αλλά κανένα βρέφος δεν χαμογελά όταν ένας ξένος επιχειρεί ξαφνικά να το πάρει στην αγκαλιά του. Η σταδιακή προσέγγιση του βρέφους παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη αντιμετώπιση του φόβου, ιδιαίτερα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 6 και 12 μηνών. Γενικά, ο ρόλος του πλαισίου και του περιβάλλοντος είναι εξόχως σημαντικός. Αν, για παράδειγμα, η προσέγγιση από ένα άγνωστο πρόσωπο γίνει σε ένα άγνωστο περιβάλλον, με απότομο και γρήγορο τρόπο, τότε οι αντιδράσεις των βρεφών είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα αρνητικές. Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι έχει παρατηρηθεί μία μάλλον απότομη αύξηση στις αρνητικές αντιδράσεις προς τα ξένα πρόσωπα γύρω στον 8ο μήνα, σχεδόν αντίστοιχη με τις αλλαγές που παρατηρούνται στο σύστημα ευχαρίστησης/χαράς.
Η αναπτυξιακή πορεία των φόβων
Τα ερεθίσματα και τα γεγονότα που δημιουργούν συναισθήματα στα παιδιά διαφοροποιούνται με το πέρασμα του χρόνου. Στην έρευνα των Scarr & Salapatek παρουσιάστηκαν σε βρέφη ηλικίας από 2 μηνών έως 2 ετών τα εξής ερεθίσματα: ξένα πρόσωπα, οπτικός γκρεμός, φασουλής που πεταγόταν από ένα κουτί, ένας κινούμενος σκύλος-παιχνίδι, δυνατοί θόρυβοι και ένα άτομο με μάσκα. Τα βρέφη που ήταν μικρότερα των 7 μηνών δεν έδειχναν συνήθως φόβο. Μετά τον 7ο μήνα και ως το 2ο έτος, τα παιδιά φοβούνταν τον οπτικό γκρεμό κι ακόμη περισσότερο τους ξένους και τη μάσκα. Ο φόβος για τους δυνατούς θορύβους, τις απότομες κινήσεις και τα άγνωστα παιχνίδια ξεκινούσε γύρω στον 7ο μήνα και κορυφωνόταν στο τέλος του 1ου έτους και στη συνέχεια η έντασή του μειωνόταν. Σύμφωνα με τους Robinson, Rotter, Fey, & Robinson, υπάρχουν συγκεκριμένοι φόβοι που χαρακτηρίζουν κάθε αναπτυξιακό στάδιο. Έτσι, το αναπτυξιακό στάδιο των 0-6 μηνών χαρακτηρίζεται από το φόβο για την απώλεια της τροφής, για τους δυνατούς θορύβους και τις ξαφνικές κινήσεις. Την περίοδο των 7-12 μηνών είναι χαρακτηριστικοί οι φόβοι για τους ξένους, για την ξαφνική εμφάνιση μεγάλων αντικειμένων, για τους δυνατούς θορύβους. Κατά το 1ο έτος κυριαρχεί ο φόβος του αποχωρισμού από τους γονείς, για τους ξένους, για τραυματισμούς και ο φόβος της τουαλέτας. Κατά το 2ο έτος, τα νήπια φοβούνται τα μεγάλα ζώα, τα σκοτεινά δωμάτια, τα μεγάλα αντικείμενα και τις μηχανές, τους δυνατούς θορύβους, τις ξαφνικές αλλαγές του κοντινού τους περιβάλλοντος. Κατά το 3ο έτος φοβούνται τα σκοτεινά δωμάτια, τις μάσκες, τα μεγάλα ζώα, τα φίδια, τον αποχωρισμό από τους γονείς. Κατά το 4ο έτος εξακολουθούν να φοβούνται το σκοτάδι κι ακόμα το θόρυβο τη νύχτα, τα μεγάλα ζώα, τα φίδια και τον αποχωρισμό από τους γονείς. Κατά το 5ο έτος φοβούνται τα άγρια ζώα, τους τραυματισμούς, το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους, τον αποχωρισμό από τους γονείς. Κατά το 6ο έτος φοβούνται τα φαντάσματα, τα τέρατα, τις μάγισσες, το να είναι μόνα τους, τους κεραυνούς και τις αστραπές. Κατά το 7ο έτος φοβούνται το σκοτάδι, τα τέρατα, τις καταιγίδες, το να χαθούν, την απαγωγή, το να είναι μόνα τους. Κατά το 8ο έτος το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους (απαγωγείς, κλέφτες, ληστές), τα όπλα, το να είναι μόνα, τα ζώα. Κατά το 9ο έτος, το σκοτάδι, το να χαθούν, τα άσχημα όνειρα, τα ατυχήματα, το να είναι μόνα τους. Κατά το 10ο έτος, το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους, τα κακά όνειρα, την τιμωρία, τους ξένους. Κατά το 11ο έτος, το σκοτάδι, το να είναι μόνα, το να τραυματιστούν από κάποιον, το να είναι άρρωστα, τα διαγωνίσματα, τους βαθμούς. Κατά το 12ο έτος, το σκοτάδι, τις τιμωρίες, το να είναι μόνα, το να πληγωθούν από κάποιον, τα διαγωνίσματα, τους βαθμούς. Κατά το 13ο έτος, τα εγκλήματα γενικά, το να τραυματιστούν ή να απαχθούν από κάποιον, το να είναι μόνα, τον πόλεμο, τους κακούς βαθμούς, τα διαγωνίσματα, τις τιμωρίες. Κατά το 14ο έτος, την αποτυχία στο σχολείο, τις προσωπικές σχέσεις, τον πόλεμο, τα διαγωνίσματα, την εγκυμοσύνη ή το AIDS, το να είναι μόνα τους, ή οι φόβοι τους μπορεί να αφορούν οικογενειακά θέματα.
Γενικά, παρατηρείται μια μείωση των φόβων στα αγόρια και τα κορίτσια ηλικίας 7-10 ετών. Ωστόσο, οι πιο κοινοί φόβοι, όπως ο φόβος του τραυματισμού ή ο φόβος του θανάτου, παραμένουν σχετικά σταθεροί. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων αυξάνεται μόνο ο φόβος της προφορικής εξέτασης μέσα στην τάξη, στα αγόρια, ενώ στα κορίτσια μειώνεται σημαντικά ο φόβος σχετικά με αρρώστιες, με την κριτική των γονιών, την τιμωρία ή το σκοτάδι. Στα αγόρια, μειώνονται οι φόβοι σχετικά με φυσικούς τραυματισμούς, με την κριτική των γονιών, με το σκοτάδι και με τους ξένους. Γενικά, τα κορίτσια αναφέρουν περισσότερους φόβους από τα αγόρια. Τα κορίτσια εμφανίζονται να φοβούνται περισσότερο από τα αγόρια α) το θάνατο και τον κίνδυνο, β) το άγνωστο, γ) τα ζώα, δ) το σχολείο και τους γιατρούς και ε) την αποτυχία και την κριτική. Μια πιθανή ερμηνεία του παραπάνω φαινομένου αφορά τους ρόλους που προωθεί ή επιβάλλει το κοινωνικό περιβάλλον στα δύο φύλα, όπου η έκφραση του φόβου είναι πιο αποδεκτή και συμβατή με τα κορίτσια, ενώ είναι λιγότερο ανεκτή και αποδεκτή για τα αγόρια.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουν διεξαχθεί αρκετές έρευνες που έχουν μελετήσει τη σχέση φόβου και άγχους. Έχει βρεθεί ότι το άγχος επιδρά στην ένταση, την ποιότητα και την εκδήλωση των φόβων στα παιδιά. Επίσης, έχει βρεθεί στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στο άγχος και το φόβο.
Ο ρόλος της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος
Υπάρχει η άποψη ότι μερικά παιδιά είναι πιο επιρρεπή στο φόβο από τη γέννησή τους απ’ ό,τι άλλα παιδιά. Ωστόσο, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των φόβων των παιδιών. Οι επίκτητοι φόβοι αποκτώνται με α) μάθηση μέσω συνεξάρτησης (conditioning), β) μάθηση με μίμηση προτύπου (modeling), γ) μάθηση με αρνητική πληροφόρηση (negative information). Εκτός από τους επίκτητους φόβους, υπάρχουν και οι εγγενείς, όπως ο φόβος για το σκοτάδι, για το ύψος, για τη βύθιση στο νερό. Πρόκειται, βέβαια, για κάποια εγγενή προδιάθεση περισσότερο κι όχι για εγγενείς φόβους καθαυτούς. Κατά τον Seligman και τη «θεωρία του περί ετοιμότητας», οι άνθρωποι μάλλον έχουν μια εξελικτική προδιάθεση, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι φόβοι είναι πιο εύκολο να αποκτηθούν και πιο δύσκολο να εξαλειφθούν και οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε άλλη γνωστική ή συμπεριφορική μεταβλητή. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις ενός ατόμου σε ένα γεγονός, όπως ο φόβος, είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το άτομο ερμηνεύει και αξιολογεί το γεγονός αυτό και η ερμηνεία εξαρτάται από τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου εκείνη τη στιγμή, από τις προηγούμενες εμπειρίες του και από το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα το γεγονός.
Σύμφωνα με τον Marks, στην ερώτηση αν ένας φόβος έχει μαθευτεί ή όχι, δεν μπορούμε να απαντήσουμε με ένα ναι ή όχι. Περισσότερο, χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε πόση μάθηση χρειάζεται για να αποκτηθεί ένας φόβος. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, όσο λιγότερο έντονο ερέθισμα χρειάζεται για να δημιουργηθεί ένας φόβος, τόσο πιο εγγενής είναι.
Η έρευνα για τους φόβους παιδιών σχολικής ηλικίας στην Ελλάδα κατέδειξε ένα μοντέλο έξι παραγόντων, εκ των οποίων οι πέντε απαντώνται συνήθως στις αντίστοιχες έρευνες που έχουν διεξαχθεί διεθνώς. Οι παράγοντες αυτοί είναι: α) ο φόβος του κινδύνου και του θανάτου, β) ο φόβος για το άγνωστο, γ) ο φόβος της αποτυχίας και της κριτικής, δ) ο φόβος του τραυματισμού και ο φόβος των μικρών ζώων, ε) οι ιατρικοί φόβοι, ενώ στην έρευνα στην Ελλάδα αναδείχθηκε και στ) ο φόβος για το σκοτάδι και τη μοναξιά. Όσον αφορά τη σχέση αριθμού φόβων και του φύλου, τα κορίτσια διακατέχονται από περισσότερους φόβους απ’ ό,τι τα αγόρια, κάτι που τεκμηριώνεται από τα ερευνητικά δεδομένα διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας. Η παραπάνω διαφοροποίηση που παρατηρείται αποδίδεται μάλλον στους κοινωνικούς ρόλους που αποδίδονται στα δύο φύλα, καθώς και στο διαφορετικό τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των φύλων, όπου στα κορίτσια ο φόβος είναι ένα συναίσθημα πολύ περισσότερο αποδεκτό απ’ ό,τι στα αγόρια.
Βασιλική Παππά, Η λογική των συναισθημάτων, εκδ. Οκτώ, 2013, σελ. 47-54
Βασιλική Παππά, MSc, PhD,
Συμβουλευτική ψυχολόγος,
Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων
Αφήστε μια απάντηση