Προσδοκίες και διαπροσωπικές σχέσεις

Κάνω το δικό μου, κι εσύ κάνεις το δικό σου.

Δεν βρίσκομαι σ’ αυτό τον κόσμο για να ζω σύμφωνα με τις προσδοκίες σου.

Και δεν βρίσκεσαι σ’ αυτό τον κόσμο για να ζεις σύμφωνα με τις δικές μου.

Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ· αν κατά τύχη βρούμε ο ένας τον άλλο, αυτό είναι υπέροχο.

Αν όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό.

(Fritz Perls, 1969)

Συχνά μιλάμε για προσδοκίες, για πράγματα που οι άλλοι περιμένουν από εμάς. Καταλαβαίνουμε ότι οι άλλοι έχουν προσδοκίες από εμάς, όταν τους ακούμε να μας λένε «Δεν το περίμενα αυτό από εσένα!». Τότε, συνειδητοποιούμε ότι όχι μόνο προσδοκούσαν πράγματα από εμάς, αλλά και ότι, επιπλέον, δεν ικανοποιήσαμε αυτές τις προσδοκίες. Και τότε νιώθουμε λύπη, θυμό, απογοήτευση, ντροπή.

Συχνά, οι προσδοκίες προσδιορίζουν τις σχέσεις μας με τους άλλους: τις σχέσεις ενηλίκων, τις σχέσεις γονιών-παιδιών, τις προσωπικές, τις οικογενειακές και τις επαγγελματικές μας σχέσεις. Κατά πόσο όμως οι προσδοκίες περιορίζουν τις σχέσεις μας και την ελευθερία μας; Αν επιλέγουμε να ζούμε σύμφωνα με τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από εμάς, ζούμε ανελεύθερα, καθηλωνόμαστε, δεν εξελισσόμαστε, δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε, δεν επιλέγουμε την πορεία που θέλουμε να χαράξουμε στη ζωή. Το να ζούμε σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων μας καθιστά ετεροπροσδιοριζόμενους και, τελικά, ανελεύθερους και δυστυχείς.

To απόσπασμα του Fritz Perls (1969) αποτελεί την «προσευχή Gestalt» και εστιάζει στη σημασία του να ζει το άτομο σε αρμονία με τις δικές του ανάγκες και με αυτό που θεωρεί σωστό, και να μην αφήνει εξωτερικούς παράγοντες να καθορίζουν τις δικές του προσωπικές ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο αυτονομείται και ζει υπεύθυνα και δημιουργικά. Το συγκεκριμένο απόσπασμα δίνει επίσης έμφαση στο γεγονός ότι όταν είμαστε πλήρεις, όταν φτάνουμε στην αυτοπραγμάτωση, τότε μπορούμε πολύ πιο εύκολα να βοηθήσουμε τους άλλους να κάνουν το ίδιο, κάτι που δημιουργεί πιο υγιείς, ισότιμες σχέσεις και πιο ισχυρούς δεσμούς.

 Όταν διαβάσει κάποιος το απόσπασμα του Perls (1969), δεν έχει παρά να συμφωνήσει. Κάθε άνθρωπος οφείλει να αφουγκράζεται τις ανάγκες του και να τις ικανοποιεί, χωρίς να γίνεται έρμαιο έξωθεν επιρροών. Οι ανάγκες μας είναι πολλές. Η ανάγκη για αγάπη, για αποδοχή και για προσοχή είναι πρωταρχικής σημασίας. Άλλες σημαντικές ανάγκες είναι η ανάγκη για σεβασμό, για αυτονομία, για επιτεύγματα, για αναγνώριση, για υπευθυνότητα, για ηρεμία, για ελευθερία, για τροφή, για ύπνο, για κατάλυμα, για ζεστασιά, για σωματική άσκηση, για σταθερότητα, για προστασία, για προβλεψιμότητα, για δομή, για δικαιοσύνη, για όρια, για στοργή, για σωματική εγγύτητα, για φιλία, για κατανόηση, για δημιουργικότητα, για οικονομική σταθερότητα, για προσωπική ανάπτυξη (Weil και Marden, 2008. Παππά, 2016). Οι ανάγκες μας είναι ανεξάντλητες και μη μετρήσιμες. Ωστόσο, αυτές υπόκεινται σε κάποιου είδους ιεράρχηση, σύμφωνα με πιο αντικειμενικά, αλλά και με υποκειμενικά κριτήρια.

Σύμφωνα με τη θεωρία αναγκών του Maslow (1954), οι ανθρώπινες ανάγκες απεικονίζονται σε μια πυραμίδα, στη βάση της οποίας τοποθετούνται οι βιολογικές ανάγκες, όπως η ανάγκη για τροφή, νερό, ύπνο, σεξ, θέρμανση. Στο επόμενο επίπεδο, και εφόσον καλύπτονται οι βιολογικές ανάγκες, βρίσκονται οι ανάγκες για ασφάλεια και προστασία. Στη συνέχεια, συναντάμε τις κοινωνικές ανάγκες, την ανάγκη για αγάπη, φιλία και οικειότητα. Πιο πάνω, τοποθετείται η ανάγκη για αυτοεκτίμηση, για κοινωνική αναγνώριση, ενώ στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση.

Με πιο υποκειμενικά κριτήρια, ο καθένας μπορεί να διαμορφώσει τη δική του προσωπική πυραμίδα αναγκών. Ικανοποιώντας τις δικές του προσωπικές ανάγκες, ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στην πολυπόθητη αυτοπραγμάτωση και στη συνέχεια να ασχοληθεί με την ικανοποίηση των αναγκών των άλλων, ώστε να οδηγηθούν και οι ίδιοι στη δική τους αυτοπραγμάτωση και, ίσως, με την ικανοποίηση των όποιων προσδοκιών τους, εφόσον το κρίνει ως κάτι σημαντικό και λειτουργικό για τον ίδιο.

Οι προσδοκίες σχετίζονται επίσης με τις απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις που έχουν οι γονείς από τα παιδιά, για παράδειγμα, ή ο έλεγχος που τους ασκούν αποτελούν βασική παράμετρο της άσκησης του γονικού ρόλου και της διαμόρφωσης των τύπων γονέων, μαζί με την παράμετρο της ζεστασιάς και της στοργής. Έτσι, οι γονείς που ασκούν μικρό βαθμό ελέγχου και επιδεικνύουν μεγάλη στοργή θεωρούνται ανεκτικοί-επιεικείς, ενώ οι γονείς που ασκούν μικρό βαθμό ελέγχου και δεν επιδεικνύουν αρκετή στοργή χαρακτηρίζονται ως ανεκτικοί-αδιάφοροι. Από την άλλη, οι γονείς που ασκούν έντονο βαθμό ελέγχου, έχουν πολλές απαιτήσεις από τα παιδιά τους και επιδεικνύουν μικρό βαθμό στοργής χαρακτηρίζονται από αυταρχισμό, ενώ οι γονείς με μέτριο βαθμό ελέγχου και μεγάλο βαθμό στοργής χαρακτηρίζονται ως δημοκρατικοί (Παππά, 2017).

Η σχέση γονιών-παιδιών διαμορφώνεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των γονιών ως έναν βαθμό. Πρόκειται για μια σχέση στην οποία οι γονείς οφείλουν να προσφέρουν κατευθύνσεις στο παιδί τους, να διαμορφώσουν την αντίληψή του για τον εαυτό του, για τη ζωή και τον κόσμο (Παππά, 2017). Όταν ο βαθμός προσδοκιών αυξάνεται, με αποτέλεσμα ο άλλος να αντιλαμβάνεται ότι ζει και δρα έτσι ώστε να εκπληρώνει τις προσδοκίες των άλλων και όχι τις δικές του, να πετυχαίνει τους στόχους που οι άλλοι βάζουν γι’ αυτόν και όχι τους δικούς του στόχους, τότε υποσκάπτεται η αυτονομία του, αποθαρρύνεται και πλήττεται η αυτοεκτίμησή του. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση που χρησιμοποιούν συχνά οι γονείς, νομίζοντας πως έτσι ενισχύουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών τους: «Είμαι περήφανος/-η για εσένα». Η φράση αυτή, που τη συναντάμε επίσης και στις αλληλεπιδράσεις ενηλίκων, αντί να ενισχύει την αυτοεκτίμηση, την αποδυναμώνει, καθώς μεταφράζεται από τον αποδέκτη ως εξής: «Εκπληρώνεις με τον καλύτερο τρόπο τις προσδοκίες μου». Όμως, η φράση αυτή υποδηλώνει ότι κάνουμε αυτό που θέλει ο άλλος, όχι εμείς. Ο άλλος τοποθετεί τον πήχη των προσδοκιών και των απαιτήσεων για εμάς, όχι εμείς οι ίδιοι. Συνεπώς, πρόκειται για μια φράση που όχι μόνο δεν ενισχύει την αυτονόμηση και την αυτοεκτίμηση, αλλά, αντιθέτως, προωθεί την εξάρτηση.

Προσδοκίες υπάρχουν σε κάθε σχέση, ανεξαρτήτως ηλικίας. Σημασία έχει ο βαθμός των προσδοκιών, τόσο από τον εαυτό μας όσο και από τους άλλους.

Σύμφωνα με τον Στάινερ (2006), ο Perls με την «προσευχή Gestalt» θέλησε να βοηθήσει τους ανθρώπους να απαλλαγούν από τις υπερβολικές απαιτήσεις που συχνά έχουν από τον εαυτό τους, αλλά και από τις σχέσεις τους με τους άλλους. Ωστόσο, όλοι οι άνθρωποι με τις πράξεις τους προκαλούν συναισθήματα στους άλλους. Τα συναισθήματά μας συνδέονται άρρηκτα με τις πράξεις των άλλων και γι’ αυτό παράφρασε το ποίημα του Perls ως εξής:

Αν κάνω το δικό μου κι εσύ κάνεις το δικό σου,

κι αν δεν ζούμε ο ένας σύμφωνα με τις προσδοκίες του άλλου,

μπορεί να ζήσουμε, αλλά ο κόσμος δεν θα επιβιώσει.

Εσύ είσαι εσύ, κι εγώ είμαι εγώ,

και μαζί, ενώνοντας τα χέρια, όχι τυχαία,

θα βρούμε ο ένας τον άλλο όμορφο.

Αν όχι, κανένας δεν μπορεί να μας βοηθήσει.

(Κλωντ Στάινερ, 2006)

Η νέα εκδοχή του ποιήματος υποδηλώνει πως είμαστε υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλο και για τα συναισθήματα που βιώνει. Οι πράξεις μας συνδέονται με τα συναισθήματα ενός άλλου ατόμου και τα συναισθήματα ενός ατόμου συνδέονται άρρηκτα με τις πράξεις του. Καθώς είμαστε κοινωνικά όντα, επηρεαζόμαστε από τους άλλους και τους επηρεάζουμε, εξαρτιόμαστε από αυτούς ως έναν βαθμό. Αυτό που χρειάζεται είναι να έχουμε επίγνωση αυτού του βαθμού, ώστε να προσπαθούμε να τον μετριάζουμε, εφόσον χρειαστεί, για να διαχειριζόμαστε τις προσδοκίες μας από τον εαυτό μας και από τους άλλους, αλλά και τις προσδοκίες που οι άλλοι έχουν από εμάς με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

Maslow, A. H. (1954). Motivation and personality. New York: Harper and Row.

Παππά, Β. (2016). Εκπαιδευτικό πρόγραμμα γονικού συναισθηματικού αλφαβητισμού. Εγχειρίδιο για ειδικούς (Educational Programme of Parental Emotional Literacy – EPPEL). Αθήνα.

Παππά, Β. (2017). Επάγγελμα γονέας. Τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Οκτώ.

Perls, F. S. (1969). Gestalt Therapy Verbatim. Lafayette, Ca.: Real People Press.

Στάινερ, Κ. (2006). Συναισθηματική νοημοσύνη με καρδιά (μτφρ. Β. Παππά). Αθήνα: Καστανιώτης.

Weil, G. & Marden, D. (2008). Bringing up happy children. London: McGraw Hill.

Βασιλική Παππά,

Συμβουλευτική ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια,

Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων